Χαβαλιέ

Η Χαβαλιέ είναι η Ελλάδα του Μουρμούρα, των γεννημένων Μύθων, μα και των κατασκευασμένων.

Είναι η δική μας Ελλάδα, μα και η Ελλάδα των Βιαστών και των ατάλαντων Θεατρίνων της.

Ένας παλιός Κομμουνιστής, ένας μάγκας απ’ το Βαρδάρι και ένα «παιδί» της Μεταπολίτευσης, κατηγορούν και απολογούνται, περηφανεύονται και ντρέπονται, αναλαμβάνουν το μερτικό που τους ανήκει, στα καλά και στα άσχημα, γιατί όπως λέει και ο πρώτος «Τίποτα δεν προέρχεται από παρθενογένεση».

Το «χθες» και το «σήμερα» ανακαλύπτουν πως είναι συγγενείς, παλιοί εραστές που χάθηκαν, μάνες που χώρισαν από τις κόρες και γιοί από τους πατεράδες.

Καλλιτέχνες και Παλιάτσοι, συγκρούονται για μια θέση στο «σανίδι». Περίεργοι Πολέμαρχοι δίνουν αποκλειστικές παραστάσεις και προσφέρουν στους θεατές κονιάκ με πάγο και κοκτέιλ από λάδι και ρετσίνι.

Παράδεισοι γίνονται μπουλόνια και λαμαρίνες και άλλοι σώζονται από γάτες.

Στη «δική μου Σαλονίκη», το πρώτο βιβλίο της «Χαβαλιέ που τη λέγανε Ελλάδα», ζωντανεύει μια άλλη Θεσσαλονίκη, που λίγοι γνωρίζουν.

Η Σαλονίκη του Ξενοφώντα και των φίλων του, που κοκκινίζει από ντροπή, μα και από ζωή. Μπερδεμένη ανάμεσα σε κόκκινα λαμπάκια και κόκκινες σημαίες, ξεχασμένη από την άλλη πόλη, ψάχνει για χρόνια να βρει ταυτότητα και δεν τη βρίσκει, γιατί έχει πολλές.

Μακρινοί οδοιπόροι από τη Μικρασία, τον Πόντο, την Ανατολική Ρωμυλία, την Πόλη και την ρημαγμένη ενδοχώρα, σμίγουν με τους ντόπιους και φτιάχνουν νέες κοινότητες.

Γλυκαίνουν τους ουρανίσκους με σάμαλι και ζεσταίνουν τα παγωμένα μέλη με σαλέπι.

Στροβιλίζονται σε λάσπες και χώματα, φτιάχνοντας παράγκες από υλικά σκόρπια και δεύτερο χέρι.

Βλέπουν Εβραίους να ξεσπιτώνονται και συγκρούονται με ταγματασφαλίτες.

Συναντούν κυρίες που είναι πόρνες και πόρνες που είναι κυρίες. Απορούν για την βασίλισσα που εξολοθρεύει χωρικούς, μα διαλέγει έναν απ’ αυτούς και τον κάνει κυβερνήτη.

Ακόμα πεταλώνουν άλογα στη Ραμόνα, όταν δέχονται πεσκέσι ένα διαστημόπλοιο. Το στέλνουν οι φίλοι από τη Ρωσία κι ας είναι οι Πολέμαρχοι στην εξουσία.

Ψωνίζουν «ευκαιρίες» στο Βαρδάρι, μα δεν ξεχνούν τον Άρη:

«Δεν βαριέσαι….Όλα τα γουρούνια την ίδια μούρη έχουν»

Χαβαλιέ…..Ένα παραμύθι, πιο αληθινό από την ιστορία τους

Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2018

Σπονδή σε ένα Κολαστήριο που κλείνει

Το τρένο τους άφησε στο Άργος, να  περιμένουν τα καμιόνια για το Ναύπλιο. Η ειδικότητα που πήρε πριν λίγες μέρες-ήταν αυτή που περίμενε: Σκαπανέας! Απ’ τα χρόνια του εμφύλιου μέχρι και τώρα- σήμαινε ένα και μόνο πράγμα: Αριστερός!
Και όμως, δεν γίνονταν μόνο οι Αριστεροί, σκαπανείς. Γίνονταν και νέοι, παραβάτες του κοινού ποινικού δικαίου, πέρα απ’ τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας. Κλοπή, ληστεία, αποβολή από όλα τα σχολεία, κάποιο σουγιάδισμα, φονικό-ήταν αιτίες που έστελναν πολλούς από τους πρωταγωνιστές τους, στο Ναύπλιο!
Άσχετα με την όποια θητεία στην φυλακή, για την έκτιση της ποινής, αργά ή γρήγορα έφτανε και η ώρα για την θητεία στο στρατό. Αυτόν δεν τον γλύτωνε κανείς, τουλάχιστον στην δική τους κοινωνική τάξη. «Ποινικός» ή «Πολιτικός».
Κατέβηκε με 2-3 άλλους τα σκαλιά του υπογείου, για να παραλάβει ιματισμό. Το μάτι έπεσε σε κάποιους που έσπρωχναν έναν τοίχο! Άκουσε μια αγριοφωνάρα να προστάζει: «Τι τους κοιτάς; Βοήθα να πάει ένα μέτρο παραπέρα!». Γύρισε και είδε έναν δεκανέα-απολειφάδι να τον κοιτά έντονα στα μάτια.
«Κάνε μου τη χάρη, ρε» και άνοιξε το βήμα να φύγει. «Τι είπες ρε στράβακα;», ούρλιαξε το …απολειφάδι και τον έσπρωξε. Τον έσπρωξε κι αυτός και ευτυχώς, εκείνη ακριβώς την στιγμή, έκανε την εμφάνιση του, ο αρχαίος και από μηχανής θεός!
«Τι συμβαίνει εκεί;». Δίχως να περιμένει απάντηση-τον κάλεσε: «Για πλησίασε, εσύ». «Κακά, ξεκινήσαμε», σκέφτηκε και στάθηκε μπροστά στο τραπέζι του ανθυπολοχαγού. Άρχισε να διαβάζει το χαρτί που είχε μπροστά του: «Μαυρομμάτης Γιάννης…πωλητής χρωμάτων αυτοκινήτων». «Αλήθεια, το λέει;», ρώτησε τον Γιάννη.
«Μάλιστα, κύριε ανθυπολοχαγέ». «Θέλω μισό κιλό χρώμα, για ένα μπάλωμα και δεν το βρίσκω πουθενά. Μπορείς να…». Συμφώνησαν να συναντηθούν την επομένη, για να κανονίσουν τα της αποστολής, αφού τον διαβεβαίωσε πως το χρώμα υπάρχει. Φορτώθηκε ότι του έδωσαν και πλησίασε την σκάλα. Ο δεκανέας έκανε πως δεν τον είδε. Οι άλλοι έσπρωχναν…
Η συνέχεια στον Πέτρινο λόχο και το Κέντρου Μηχανικού του Ναυπλίου-δεν ήταν ανάλογη. Το όμορφο κτήριο είχε τέσσερις θαλάμους, που στεγάζανε τις αντίστοιχες διμοιρίες. Στο ισόγειο, 2 διμοιρίες «ποινικών» και στον όροφο, άλλες 2 «πολιτικών»! Στην 3η είχε και μερικούς «ποινικούς» που χάλαγαν την…σούπα. Ήταν «τυχερός» γιατί τον έβαλαν στην 4η, την «καθαρόαιμη»!
Σε περισσότερα από 40 άτομα, οι 4-5 ήταν απόφοιτοι γυμνάσιου. Όλοι οι άλλοι πτυχιούχοι, κυρίως του πολυτεχνείου! Κάποιοι ήταν στο «Μετσόβιο» και τις μέρες του Νοέμβρη[1973]. Ο πιο γνωστός, ο Νίκος, έπιασε κρεβάτι πάνω από τον Γιάννη. Ύστερα από 37 χρόνια-«ανέβηκε» πολύ πιο ψηλά. Ο Μαυρομμάτης υπέθεσε πως δεν θυμόταν και πολλά απ’ το Ναύπλιο-Ούτε φυσικά από το Πολυτεχνείο!
Τα πράγματα αγρίεψαν απ’ την πρώτη μέρα. Πολύωρη εκπαίδευση και ακόμη πιο πολλά καψώνια. Στο πεδίο των ασκήσεων-ήταν εκ των ων ουκ άνευ η κατάληψη ενός υψώματος-του ίδιου πάντα! Τα παιδιά από το πανεπιστήμιο είχαν μεγάλο πρόβλημα, αφού οι περισσότεροι πλησίαζαν τα «30» και με την γυμναστική δεν είχαν και τις καλύτερες σχέσεις.
Ο Γιάννης και μερικοί άλλοι βοήθαγαν όσο μπορούσαν. Οι «ποινικοί» κορόϊδευαν τους «λαπάδες γραμματιζούμενους». Το ύψωμα όμως ήταν το λιγότερο. Η ψυχολογική βία ήταν συνεχής και σε 24ωρη βάση. Μόνο τρεισήμισι χρόνια είχαν περάσει-από τον Ιούλη του 1974 και την …μεγάλη δημοκρατική αλλαγή.
Του στρατού προΐστατο ο Φασίστας Αβέρωφ και η στελέχωση του, παρέμενε αναλλοίωτη από τα χρόνια της Χούντας! Κάθε βράδυ, το Κρατητήριο ήταν γεμάτο από φαντάρους, που δέχονταν τιμωρίες για «ψύλλου πήδημα». Ο Γιάννης κατάφερε μόνο δύο φορές να βγει έξοδο στο Ναύπλιο, αφού αν δεν ήταν κρατούμενος- είχε το στρατόπεδο καραντίνα, ένεκα κρουσμάτων μηνιγγίτιδας!
Ο Πολιός, διοικητής του λόχου, ήταν  σιχαμερή προσωπικότητα, που τρέφονταν με σκευωρίες και ραδιουργίες. Η πληροφορία όμως που κυκλοφόρησε εκείνο το πρωινό, ξεπερνούσε ακόμη κι αυτόν! «Είχε μηνύσει στους ποινικούς, πως για όλα τους- τα βάσανα, φταίνε οι κομμουνιστές και πως αν δεν ήταν αυτοί, τα καλά παιδιά των διμοιριών του ισογείου-θα πέρναγαν ζωή χαρισάμενη»!!!!
Σαν  συνέχεια αυτής της πληροφορίας, ερχόταν μια δεύτερη, που πληροφορούσε πως «Οι ποινικοί θα μακελέψουν τους κομμουνιστές, για να περάσουν…καλύτερα». Διάλογοι και σελίδες ολόκληρες των βιβλίων του Μενέλαου Λουντέμη, ξύπνησαν στο μυαλό του, μετά από καιρό! Έδιωξε τις σκέψεις σαν ιερόσυλες! Δεν έχασε χρόνο. Βρήκε αμέσως τον «Σουρωτήρη» και τον κοίταξε στα μάτια….
 Είχαν γίνει φίλοι από την πρώτη μέρα που πάτησαν στο Ναύπλιο. Παιδί του Βαρδαριού, ο Γιάννης, γνώριζε την «γλώσσα» των Λούμπεν συνομηλίκων του και δεν είχε αναστολές- αν ξεχώριζε κάποιον απ’ αυτούς, να τον πλησιάσει. Ο «Σουρωτήρης» ανταποκρίθηκε και έγιναν φίλοι καρδιακοί! Κάποιοι απ’ τους συντρόφους του Γιάννη-είδαν την σχέση τους, με μισό μάτι, μα το αυτί του-δεν ίδρωνε!
Οι πέντε μαχαιριές που έριξε στον εραστή της μάνας του[πατέρα δεν είχε], έδιναν χωρίς κουβέντα στον Τρικαλινό, τον τίτλο του αφεντικού και στις δύο κάτω διμοιρίες! «Λοιπόν, φιλαράκι; Θα μας πλακώσετε και θα κάνετε μάγκα τον Πολιό;» «Τι να κάνω, ρε Γιάννη; Είναι κι αυτοί οι δικοί σας, που τη σπάνε στους καραβανάδες, ύστερα… εμένα δεν μ’ αρέσουνε οι κομμουνιστές. Μη βλέπεις εσένα…εσύ είσαι άλλο φρούτο».
Γέλασε και έβαλε το χέρι γύρω απ’ την πλάτη του. «Λοιπόν, άκου…» και άρχισε το μπούρου-μπούρου… Το απόγευμα τον άκουσε στα ντους να ξεφωνίζει: «Τα μαύρα μάτια σου, όταν τα βλέπω με ζαλίζουνεεεε…». Ήταν σουξέ της εποχής και ένας τρόπος για να αντέχεις το παγωμένο νερό, μέσα στο καταχείμωνο!
Πλησίασε εκεί που ακούγονταν η φωνή και του έκανε νόημα να σωπάσει: «Λοιπόν;»
«Όλα φίνα, όλα τσίφτικα…μη φοβάσαι ρε!». Έφυγε ξαλαφρωμένος. Τις επόμενες μέρες έμαθε πως δεν ήταν καθόλου εύκολη η αποστολή του «Σουρωτήρη», μα όλα λύθηκαν όταν γυάλισε το μάτι του!
Η «λόρδα» στο στρατόπεδο πήγαινε σύννεφο, μιας και το φαγητό δεν ήταν για ανθρώπους…ίσως ούτε και για ζώα, αφού δεν ήταν λίγες οι φορές που βρωμούσε σαν ψόφιο ποντίκι!! Ένα μεσημέρι έγινε σοβαρό επεισόδιο -από φαντάρους που αγανάκτησαν απ’ την ακραία υποβαθμισμένη σίτιση και αρκετές καραβάνες εκσφενδονίστηκαν προς διάφορες κατευθύνσεις!
Η επέμβαση αξιωματικών και υπαξιωματικών «αποκατάστησε» την τάξη και το επεισόδιο θεωρήθηκε λήξαν! Ευτυχώς οι τσέπες των περισσότερων στρατιωτών ήταν ακόμη γεμάτες- από χρήματα συγγενών και φίλων-που δόθηκαν μαζί με τις ευχές για «καλός φαντάρος». Έτσι μπορούσαν να τρώνε «από έξω» και να μη μείνουν «πετσί και κόκαλο»!
Όταν είδαν τον επιλοχία, πολλοί απόρησαν με το γεγονός πως μια τέτοια φυσιογνωμία ήταν «μονιμάς». Σε τίποτα δεν θύμιζε τις φάτσες των άλλων υπαξιωματικών. Λίγες μέρες μετά, το κουβάρι του μυστηρίου άρχισε να ξετυλίγεται. Ο Άρης έπαιρνε αναφορά- από το ύψους 2 μέτρων μπαλκόνι της εισόδου του λόχου. Φάνηκε να ζαλίζεται και πριν προλάβει οποιοσδήποτε να κινηθεί, έπεσε μπροστά στα έντρομα μάτια των φαντάρων.
3-4 μέρες αργότερα-βγήκε από το αναρρωτήριο[δεν είχε τίποτα σοβαρό!!!] και ανέλαβε καθήκοντα. Σε δέκα μέρες …ξανάπαθε το ίδιο! Και πάλι αναρρωτήριο. Μεταξύ ζαλάδων και υπηρεσιακών υποχρεώσεων, κύλησε η συνύπαρξη του, με την 131 σειρά, που χρωματίστηκε και με την άψογη συμπεριφορά του, προς όλους τους στρατιώτες!
Το μυστήριο βέβαια είχε λυθεί οριστικά, στο ενδιάμεσο διάστημα-όταν και άνοιξε την καρδιά του, σε δύο καλούς και έμπιστους φίλους. Ορφανός από πατέρα, στάλθηκε από τον κηδεμόνα-θείο στην σχολή υπαξιωματικών στρατού, στα Τρίκαλα, παρά την θέληση του!
Τις μέρες εκείνες, πήρε την οριστική απόφαση να πετάξει την στολή με κάθε τρόπο και οι…ζαλάδες ήταν ο…βασικότερος! Τρεις μέρες πριν ο Γιάννης και οι φίλοι του, αφήσουν πίσω τους- το Ναύπλιο, ο Άρης μεταφέρονταν στο 401 νοσοκομείο της Αθήνας. 4 χρόνια μετά, συναντήθηκαν τυχαία στην Σαλονίκη και οι χαρές που έκαναν δεν λέγονται. Ήταν πολύ περήφανος που έγινε φορτηγατζής!
Κοντοζύγωνε το Πάσχα του ’78 και επιλέχτηκε το άγημα που θα συνόδευε τον…επιτάφιο! Μέλη του αγήματος, οι γνωστοί στρατιώτες που ουδέποτε έλαβαν άδεια, κατά την τρίμηνη[μέχρι τότε] παραμονή τους, στο Κέντρο!!! Άδεια που έπαιρναν οι ίδιοι και οι ίδιοι, στην πλειοψηφία «ποινικοί»!
Μεγάλη Πέμπτη πρωί, φτάνει στο λόχο ο νέος διοικητής, που θα αντικαθιστούσε τον Πολιό. Ο επιλοχίας αποφασίζει να παίξει την τελευταία-υπέρ φαντάρων- ζαριά! Του δίνει τις άδειες του Πάσχα, προς υπογραφή, λέγοντας: «Έχουμε μια ανωμαλία εδώ, κύριε διοικητά…»
Η φήμη έφτασε στ’ αυτιά τους, ενώ έκαναν διάλειμμα απ’ τις ασκήσεις ακριβείας, μα δεν την πίστεψε κανείς. Στη μία, πήγαν για φαγητό. Οι αδειούχοι με τις στολές εξόδου και ο Γιάννης με τους Καταραμένους, στις φόρμες όπως πάντα! Ανακοινώθηκε πως αμέσως μετά-έχει έκτακτη αναφορά λόχου. Απόρησαν! Τα λεωφορεία ήταν ήδη παρκαρισμένα στο στρατόπεδο, αναμένοντας τους ταξιδιώτες.
Ο λοχαγός εμφανίστηκε στο μπαλκόνι, συνοδευόμενος από τον Άρη, που κράταγε τις άδειες. «Λοιπόν, όσοι ακούσουν τα ονόματα τους, παίρνουν τα χαρτιά και μπαίνουν μέσα να βάλουν στολές εξόδου. Όσοι δεν τα ακούσουν, μπαίνουν κι αυτοί μέσα, για να βάλουν φόρμες. Αμέσως μετά ξεκινούν ασκήσεις για τον αυριανό επιτάφιο»!!!!
Τα ονόματα έσκαγαν σαν μπόμπες. Κοίταγαν τα χαρτιά και δεν πίστευαν στα μάτια τους! Σε λίγα λεπτά ήταν έτοιμοι και γραμμή για τα λεωφορεία! Δεν το πίστεψε- Ούτε όταν έφτασε στο Βαρδάρι!!
Ο Κουρκουλούρης, ταγματάρχης και Βασιλοχουντικός, τους μάζεψε στις κερκίδες για ένα λογύδριο «επί τη λήξει της εκπαιδεύσεως» των σκαπανέων. «Σας προπαρασκευάσαμε για τις μονάδες, όπου και θα υπηρετήσετε την πατρίδα. Κυρίως…», έσκασε πονηρό χαμόγελο, «…ετοιμάσαμε μια καινούργια γενιά τρομοκρατών, για να μας τινάξει όλους στον αέρα»!!!!!!!!
«Αλλά μην ξεχνάτε…», το ύφος του, σκλήρυνε και πάλι, «…όταν συγκρούεται η πέτρα και το αυγό, πάντα το αυγό σπάει». Μουρμουρητά και ψιθυριστά μπινελίκια συνόδευσαν τον λόγο του! Η επόμενη ήταν Πρωτομαγιά του 1978 και οι φαντάροι- με τους σάκους στους ώμους-κίνησαν για τον Έβρο και τα ακριτικά νησιά. Αν και «εχθροί του έθνους», τους εμπιστεύτηκαν να φυλάξουν τα σύνορα του!!!!!!!!

Υ.Γ Γράφτηκαν πολλά για το Κέντρο Μηχανικού και τον Πέτρινο λόχο του. Βιβλία και πολυάριθμες καταγγελίες στις εφημερίδες, ακόμη και στις δεκαετίες της….Σοσιαλιστικής διακυβέρνησης-ΠΑΣΟΚ, στις δεκαετίες ’80-’90!!! Σε λίγες εβδομάδες το συγκεκριμένο κολαστήριο κλείνει, μαζί με τα περισσότερα Κέντρα νεοσυλλέκτων της χώρας, στα πλαίσια της …οικονομίας. Παραμένουν ανοιχτά, πολλά Κολαστήρια ακόμα, μέσα και έξω απ’ τον στρατό!  
Διάβασε περισσότερα ... »

Τετάρτη 3 Ιανουαρίου 2018

Τα Ληξιαρχεία της Ελλάδας και ο Γιαννάκης

Τα χρόνια εκείνα, το ληξιαρχείο του δήμου της Σαλονίκης δεν στεγάζονταν στο κτήριο του δημαρχείου. Βρίσκονταν σ’ ένα στενό κάθετο στην «Μοναστηρίου», 300 μέτρα απ’ το «Βαρδάρι».
«Σήκω παιδάκι μου, γιατί σήμερα πρέπει να πάρεις και το πιστοποιητικό γεννήσεως από το ληξιαρχείο. Σήκω γιατί θα έχει και «ουρά» και ένας θεός ξέρει, πότε θα καταφέρεις να πας στο σχολείο;»
Μισή ώρα μετά, έμπαινε κι αυτός στην σειρά, πίσω από καμιά πενηνταριά άλλους! Το κρύο ήταν τσουχτερό, αναγκάζοντας τον να περιμένει «πως και πως» την άφιξη του επόμενου, για να του καλύψει την πλάτη απ’ το ξεροβόρι.
Μέσα στο κατάστημα, χώραγαν δεν χώραγαν 10 άνθρωποι! Έξω απ’ αυτό-δεν είχε περάσει ούτε μια ώρα, που έσβησε το τελευταίο κόκκινο λαμπάκι-απ’ τα πορνεία που το είχαν περικυκλωμένο!
Ένοιωσε θριαμβευτής σαν έφτασε επιτέλους η στιγμή και κατάφερε να μπει στο…μαγαζί. Όταν δε ακούμπησε και στον πάγκο, ρίγη συγκίνησης τον πλημμύρισαν για το κατόρθωμα του!
Κράταγε στο χέρι την αίτηση για το πιστοποιητικό και την έδωσε στον υπάλληλο μαζί με το κέρμα για το χαρτόσημο. Παρακολουθούσε με αγωνία τον άνθρωπο με τα πρόσθετα μανίκια[προστατευτικά του πουκαμίσου από τα μελάνια], που την έλεγχε προσεκτικά.
«Εσύ την έφτιαξες;»
«Ναι….μας έμαθαν στο σχολείο»
«Μπράβο!»
Στο πεζοδρόμιο, χωμένοι στα παλτά και στις σκούφιες τους και πάνω σε αυτοσχέδια τραπεζάκια, κάποιοι «γραμματιζούμενοι» έφτιαχναν τις αιτήσεις των αγράμματων, που ήταν πολλοί εκείνη την εποχή.
Ο «μανίκιας» άρχισε να ξεφυλλίζει τις σελίδες του τεράστιου βιβλίου, πιέζοντας κάθε τόσο τα δάχτυλα σ’ ένα βρεγμένο σφουγγαράκι.
«μμμάλιστα…Μαυρομμάτης Δημήτριος…Κλειώ…Γιάννης»
Ξεκίνησε να συντάσσει το πιστοποιητικό.
Μπαμ, μπουμ… Οι σφραγίδες προσγειώθηκαν πάνω του, σαν βόμβες!
«Ορίστε»
Πήρε το χαρτί και γραμμή για το σχολείο, που ήταν κοντά. Λίγο πιο πάνω συνάντησε τον σαλεπιτζή και δεν παρέλειψε να πάρει μια καυτή δόση σαλέπι, με τα ρέστα απ’ το χαρτόσημο.
Τα ληξιαρχεία της Σαλονίκης, των όμορων δήμων και όλης της Ελλάδας-δεν τέλειωναν όμως εκεί. Δεν ήταν μόνο αυτά που είχαν την ταμπέλα. Υπήρχαν και άλλα, με σφραγίδες ή χωρίς, που κατείχαν μάλιστα περισσότερες πληροφορίες από τις γραμματικές γνώσεις, τον τόπο γέννησης και την ημερομηνία αυτής, τα «άγαμος»-«έγγαμος» και τα στοιχεία των γονιών!
 Αστυνομία και Χωροφυλακή, Στρατός, Ενορίες, Μπακάληδες και υπαίθριοι Μανάβηδες, ψιλικατζήδες και Περιπτεράδες, Παρακρατικοί και κάθε λογής Παράνομοι, αδύναμοι στα αστυνομικά ζοριλίκια, σχημάτιζαν πολλά ληξιαρχεία, που όλα μαζί συνθέτανε ένα γιγάντιο, με έναν και μοναδικό σκοπό. Την προάσπιση του Έθνους από τον εσωτερικό εχθρό! Τον Κομμουνισμό. Υπαρκτό ή Ανύπαρκτο! Δεν έχει σημασία!!
Εκπρόσωποι των περισσοτέρων από τους παραπάνω-υπήρχαν φυσικά και στην γειτονιά του Γιάννη, με κορυφαία την Κατίνα την Μπακάλισσα! Είχε όμως κι άλλο ένα ληξιαρχείο, που όμοιο του-άλλη γειτονιά δεν είχε! Πουθενά στον κόσμο!! Τον Γιαννάκη!
Ο γιος του Γρηγόρη του λαχειοπώλη-ήταν ένα χρόνο μικρότερος από τον Γιάννη τον Μαυρομμάτη, γι’ αυτό και το Γιαννάκης! Ήταν πανέξυπνος και βιρτουόζος στην μπάλα της αλάνας.
Την πρωτοχρονιά του ’68, η θερμοκρασία ήταν στο 0, μα αέρα δεν είχε. Παρά τις διαμαρτυρίες και τις απειλές των γονιών, η τσακαλοπαρέα μαζεύτηκε σιγά-σιγά και τράβηξε για την πλατεία. Ένα ματσάκι 2-3 ωρών ήταν ότι έπρεπε!
Οι Γιάννηδες μπήκαν σε διαφορετικές ομάδες. Σε μια φάση που ο…μεγάλος μάρκαρε τον μικρό, ένας κύριος εμφανίστηκε από το πουθενά και τους μπέρδεψε. Άνοιξαν τα στόματα να γκρινιάξουν, μα ο άντρας τους πρόλαβε:
«Συγνώμη παιδιά. Κάποιον ψάχνω, μήπως μπορείτε να βοηθήσετε; «Φιλιππουπόλεως» 87…»
Ο Μαυρομμάτης έδειξε με το δάχτυλο τον Γιαννάκη.
Η οδός που πρόλαβε να πει ο άνθρωπος ήταν 600 μέτρα μακριά.
Ο μικρός-με ύφος χιλίων καρδιναλίων-ρώτησε:
-Ποιόν ψάχνετε;
-Γεωργιάδης Κώστας…
Δεν τον άφησε να συνεχίσει.
-Είναι φορτηγατζής, με δύο κόρες-την Μυρτώ και την Λουκία-πηγαίνουν στο δημοτικό του «Σκεπάρνη»….
-Ναι, ναι…, πρόλαβε να ψελλίσει ο άλλος
 -…έχει το φορτηγό μισό-μισό, με έναν Θανάση από την Δράμα. Έχουν βάλει γραμμάτια για να το ξεπληρώσουν και δουλεύουν νύχτα-μέρα. Η γυναίκα του, η Ζωή, αρρώστησε πριν τρεις μήνες και έκατσε στο νοσοκομείο 20 μέρες. Τώρα είναι καλά!
-Ναι, ναι…ξαναπρόλαβε ο άλλος και προσπάθησε να ρωτήσει πως θα τον βρει, μα του κάκου.
-…ήθελε κι έναν γιο, να του αφήσει το φορτηγό, μα δεν τα κατάφερε!...Είναι Παοκτσής, κάθε Κυριακή πάει στο γήπεδο…το Πάσχα πήγανε οικογενειακώς στην Δράμα, στο πατρικό του συνεταίρου του…
«Φτάνειειει…», ακούστηκε το ουρλιαχτό του Μαυρομμάτη.
«Πες στον άνθρωπο, πως θα πάει»
-Λοιπόν… μόλις φτάσετε στη γωνία, στρίβετε δεξιά από την εκκλησία. Περπατάτε περίπου 150 μέτρα και μετά αριστερά, όπως πάει ο δρόμος. 180 μέτρα ευθεία και 120 λοξά δεξιά. Εκεί  ο δρόμος φαίνεται αδιέξοδος, μα δεν είναι! Περνάτε απέναντι και τότε θα δείτε ένα στενάκι.
Μπαίνετε μέσα και στο δεύτερο ισόγειο παράθυρο θα στέκετε η κυρά-Ζαχάρω…
-Μα πως είσαι σίγουρος;
-Είμαι, γιατί είναι κουτσομπόλα!! Πάντα εκεί κάθεται!
Αυτή θα σας δείξει το σπίτι του κυρ-Κώστα! Έχει απ’ έξω μια δαμασκηνιά!
Το ύφος του ανθρώπου φανέρωνε κούραση και έμοιαζε σαν χαμένο. Ο μεγάλος Γιάννης ξαναμίλησε:
-Έχετε χαρτί και μολύβι;
-Ναι.
-Γιαννάκη…Γράφ’ τα, στον άνθρωπο, για να βγάλει άκρη!
Έκατσε σε μια πέτρα. Το ίδιο έκαναν και οι άλλοι, μέχρι να τελειώσει την δουλειά ο μικρός.

Ο Γιαννάκης φυσικά δεν ήταν χαφιές, ούτε κάποιος άλλος απ’ αυτούς που συνθέτανε το τεράστιο Εθνικό ληξιαρχείο. Είχε απλά ένα χόμπι και ήταν κουτσουμπολάκος! Οι άλλοι όμως, μια χαρά έκαναν τη δουλειά τους, έστω και με μπακαλοτέφτερα!

Διάβασε περισσότερα ... »