Χαβαλιέ

Η Χαβαλιέ είναι η Ελλάδα του Μουρμούρα, των γεννημένων Μύθων, μα και των κατασκευασμένων.

Είναι η δική μας Ελλάδα, μα και η Ελλάδα των Βιαστών και των ατάλαντων Θεατρίνων της.

Ένας παλιός Κομμουνιστής, ένας μάγκας απ’ το Βαρδάρι και ένα «παιδί» της Μεταπολίτευσης, κατηγορούν και απολογούνται, περηφανεύονται και ντρέπονται, αναλαμβάνουν το μερτικό που τους ανήκει, στα καλά και στα άσχημα, γιατί όπως λέει και ο πρώτος «Τίποτα δεν προέρχεται από παρθενογένεση».

Το «χθες» και το «σήμερα» ανακαλύπτουν πως είναι συγγενείς, παλιοί εραστές που χάθηκαν, μάνες που χώρισαν από τις κόρες και γιοί από τους πατεράδες.

Καλλιτέχνες και Παλιάτσοι, συγκρούονται για μια θέση στο «σανίδι». Περίεργοι Πολέμαρχοι δίνουν αποκλειστικές παραστάσεις και προσφέρουν στους θεατές κονιάκ με πάγο και κοκτέιλ από λάδι και ρετσίνι.

Παράδεισοι γίνονται μπουλόνια και λαμαρίνες και άλλοι σώζονται από γάτες.

Στη «δική μου Σαλονίκη», το πρώτο βιβλίο της «Χαβαλιέ που τη λέγανε Ελλάδα», ζωντανεύει μια άλλη Θεσσαλονίκη, που λίγοι γνωρίζουν.

Η Σαλονίκη του Ξενοφώντα και των φίλων του, που κοκκινίζει από ντροπή, μα και από ζωή. Μπερδεμένη ανάμεσα σε κόκκινα λαμπάκια και κόκκινες σημαίες, ξεχασμένη από την άλλη πόλη, ψάχνει για χρόνια να βρει ταυτότητα και δεν τη βρίσκει, γιατί έχει πολλές.

Μακρινοί οδοιπόροι από τη Μικρασία, τον Πόντο, την Ανατολική Ρωμυλία, την Πόλη και την ρημαγμένη ενδοχώρα, σμίγουν με τους ντόπιους και φτιάχνουν νέες κοινότητες.

Γλυκαίνουν τους ουρανίσκους με σάμαλι και ζεσταίνουν τα παγωμένα μέλη με σαλέπι.

Στροβιλίζονται σε λάσπες και χώματα, φτιάχνοντας παράγκες από υλικά σκόρπια και δεύτερο χέρι.

Βλέπουν Εβραίους να ξεσπιτώνονται και συγκρούονται με ταγματασφαλίτες.

Συναντούν κυρίες που είναι πόρνες και πόρνες που είναι κυρίες. Απορούν για την βασίλισσα που εξολοθρεύει χωρικούς, μα διαλέγει έναν απ’ αυτούς και τον κάνει κυβερνήτη.

Ακόμα πεταλώνουν άλογα στη Ραμόνα, όταν δέχονται πεσκέσι ένα διαστημόπλοιο. Το στέλνουν οι φίλοι από τη Ρωσία κι ας είναι οι Πολέμαρχοι στην εξουσία.

Ψωνίζουν «ευκαιρίες» στο Βαρδάρι, μα δεν ξεχνούν τον Άρη:

«Δεν βαριέσαι….Όλα τα γουρούνια την ίδια μούρη έχουν»

Χαβαλιέ…..Ένα παραμύθι, πιο αληθινό από την ιστορία τους

Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2016

«Χάσαμε ένα δικό μας παιδί»

Ο Γιάννης ο Σποραδιανός είχε μόλις κλείσει τα 16 χρόνια, πρόλαβε όμως να φτάσει το μπόϊ στα 1,94 και το βάρος στα 100 κιλά. Τον αθλητισμό ούτε που τον είχε ακουστά, γιατί όταν είσαι «πειρατής» δεν έχεις χρόνο για άλλα πράγματα.
Η μεγάλη του αγάπη ήταν το ραδιόφωνο και ξόδευε όλο το χαρτζιλίκι[που δεν ήταν μικρό] στα τσίντσιρα-μίντσιρα, που ήταν απαραίτητα για τον ραδιοσταθμό του.
Εκείνο το μεσημέρι συναντήθηκε με την μοίρα του. «Εδώ πολυτεχνείο….εδώ πολυτεχνείο   Σας μιλά ο ελεύθερος…». Ο Γιαννάκης δεν σήκωσε κεφάλι για ώρες και όταν άκουσε την έκκληση, ανταποκρίθηκε αμέσως. «Όσοι φίλοι ραδιοερασιτέχνες ακούν το σήμα μας, ας το ενισχύσουν…αναμεταδώστε το σήμα μας…». Το ίδιο έκανε και την επόμενη μέρα. Ένοιωθε τους φοιτητές σαν δικούς  του ανθρώπους, συντρόφους και συνοδοιπόρους και ας μην είχε μέχρι τότε, την παραμικρή σχέση με την πολιτική.
Όμως ένα περίεργο σιδερένιο τέρας, με κεραίες που έψαχναν για θήραμα, περιδιάβαινε ήδη τους δρόμους της Νέας Σμύρνης, ώσπου τον εντόπισε.
Σε λίγα λεπτά, άνδρες της Ασφάλειας περικύκλωσαν το σπίτι και δύο απ’ αυτούς έσπασαν την πόρτα του ημιυπόγειου, που στέγαζε το «πειρατικό» του Σποραδιανού.
Τον άρπαξαν με μπουνιές και κλοτσιές και τον έχωσαν στο αυτοκίνητο. Έντρομη η κυρά-Λένη είδε το παιδί της να χάνεται, μα δεν άργησε να σκεφτεί την μόνη λύση. Τον αδελφό της, στρατηγό της αστυνομίας, που αποστρατεύτηκε δύο χρόνια πριν.
Δεν είχαν καλές σχέσεις, εξ αιτίας κάποιων κληρονομικών, μα τέτοια ώρα τέτοια λόγια! Τον βρήκε και με την ψυχή στο στόμα άρχισε να του εξηγεί. Δεν την άφησε να πει πολλά. Έβαλε βιαστικά τα παπούτσια και το σακάκι και μπήκαν στο αμάξι.
Την άφησε στο σπίτι της και γκάζωσε. Ήξερε που θα βρει τον ανιψιό του. Κατέβηκε τα σκαλοπάτια δύο-δύο. Άκουγε ήδη ουρλιαχτά. Άνοιξε την πόρτα με κλοτσιά και είδε τον Γιάννη στον πάγκο του Προκρούστη με  πόδια γυμνά και τον βασανιστή με το κλομπ στο χέρι. Η «φάλαγγα» είχε αρχίσει.
Του έδωσε ένα χαστούκι και έλυσε το παιδί. Ύστερα το φορτώθηκαν με έναν άλλο και το ανέβασαν στο ισόγειο. Έβαλε τον αξιωματικό να ειδοποιήσει ασθενοφόρο, «κατεβάζοντας καντήλια» και απειλώντας θεούς και δαίμονες.
Όλα τακτοποιήθηκαν «υπηρεσιακά», εκτός του «φακέλου». Αυτός γράφτηκε, καταγράφτηκε και τίποτα δεν μπορούσε να τον διαγράψει!
Όταν τον είδε ο Μαυρομάτης, να μπαίνει στον στρατιωτικό θάλαμο για πρώτη φορά, νόμισε πως έβλεπε να περπατά μια τεράστια πάπια! Αιτία δεν ήταν μόνο το ύψος και ο όγκος του, μα και η «φάλαγγα» που είχε αφήσει τα αποτυπώματα της.
Δέθηκαν πολύ οι δυό τους και πιο πολύ όταν έκαναν το μεγάλο κόλπο, ενημερώνοντας τις εφημερίδες της αντιπολίτευσης, για τα βιογραφικά πολλών χουντικών αξιωματικών του Έβρου, που προστάτευε ο περιβόητος Αβέρωφ!
Ο Γιάννης Σποραδιανός πέρασε «απέναντι» γιατί  έκανε αυτό που έλεγε η καρδιά και η συνείδηση του. Έτσι που το έκαναν και άλλοι «μοναχικοί καβαλάρηδες», χωρίς συμμετοχή σε στρατηγικές, προβοκάτσιες, τακτικές και βρώμικα παιχνίδια.
Πάντα  τέτοιες μέρες [και όχι μόνο] θυμόταν ο Μαυρομάτης τον συνονόματο Γιάννη από τη Νέα Σμύρνη.

Τον θυμόταν όμως, όσο ζούσε και ο στρατηγός, που δεν κατάφερε να του αλλάξει μυαλά και μουρμούριζε: «Ηλίθιοι…ηλίθιοι…με τις βλακείες σας χάσαμε ένα δικό μας παιδί»!
Διάβασε περισσότερα ... »

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2016

Πάψε!.... Ιερόσυλε!...


 
Ο Μανώλης, καβάλα στο παλιό  ποδήλατο, κατηφόρισε όπως κάθε πρωί προς τη λεωφόρο και έστριψε δεξιά. Μια κουβέντα ήταν βέβαια η «λεωφόρος», αφού το πλάτος οδοστρώματος δεν ξεπερνούσε τα έξι μέτρα, αλλά τι να κάνουμε; Μικρή ήταν η πόλη, μικρή και η…λεωφόρος της.
Πέρασε μπροστά απ’ την μεγάλη εκκλησία και λίγα δευτερόλεπτα μετά ακούμπησε το δίκυκλο στον τοίχο του κτηρίου. «Οργανισμός τηλεπικοινωνιών Ελλάδος».Έφτανε πάντα πρώτος στη δουλειά, πλην βέβαια του κυρίου προϊσταμένου που είχε και το κλειδί. Διάβηκε το κατώφλι μα κοντοστάθηκε. Περίεργοι ήχοι τραγουδιστοί έφταναν στ’ αυτιά του και έξυσε το κεφάλι.  Έστησε το δεξί αυτί στη σωστή κατεύθυνση και κράτησε την ανάσα.
«Σώωωσον Κύριε τον λαόοοον σου και ευλόοοογησον την κληρονομίαν σου… ».  
«Δεν είμαι καλά…», μονολόγησε. «…Δεν άκουσα ψαλμωδίες όταν πέρναγα από την εκκλησία και ακούω στον ΟΤΕ;». Προχώρησε προς το γραφείο του και η φωνή ακούστηκε πιο καθαρά. Καθαρά όμως «ακούγονταν» πλέον και η μυρωδιά!
«Λιβάνι….λιβάνι είναι και όλα έρχονται από το γραφείο του προϊστάμενου». Σταυροκοπήθηκε και μισάνοιξε την πόρτα.
Έπαθε σοκ! Ο προϊστάμενος  όρθιος και βρισκόμενος σχεδόν σε έκσταση έψελνε, ενώ ταυτόχρονα θυμιάτιζε μια μικρή κορνίζα που ήταν πάνω στο γραφείο του! Με το ζόρι κατάφερε να ψελλίσει:
«Κύριε προϊστάμενε! Τι κάνετε εδώ; Είστε καλά;»
«Πάψε! Πάψε ιερόσυλε! Ξέρεις τι μέρα είναι σήμερα, αστοιχείωτε; Σαν σήμερα, 17 Νοεμβρίου, σκοτώσαν οι φασίστες τα παιδιά μας, στο πολυτεχνείο.  Ένα μνημόσυνο είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω γι’ αυτά!»
Ήταν η δεύτερη επέτειος του πολυτεχνείου και ο Μανώλης δεν είχε φανταστεί ποτέ  πως θα ζήσει τέτοια εμπειρία. Γνώριζε πως ο κύριος προϊστάμενος ήταν «θρησκευόμενος», τώρα μάθαινε πως ήταν και…. «δημοκρατικός». Έσκυψε μπροστά στην κορνίζα, να δει τη φωτογραφία. Ήταν από εφημερίδα και απεικόνιζε τον νεκρό Διομήδη Κομνηνό.

Έκανε τον σταυρό του, προς μεγάλη ικανοποίηση του προϊστάμενου και μουρμούρισε : «Συγνώμη…». Άνοιξε την πόρτα και βγήκε.
Διάβασε περισσότερα ... »

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2016

Η Θεσσαλονίκη και οι άγιοί της



Το 316πΧ, ο βασιλιάς Κάσσανδρος της Μακεδονίας, διαπιστώνοντας πως η Κασσάνδρου πόλη που έχτισε στη  Χαλκιδική, δεν εξυπηρετεί τις ανάγκες του βασιλείου του, ψάχνει να βρει έναν καλύτερο τόπο, πάντα  κοντά στην θάλασσα, για να χτίσει την πόλη που πραγματικά του χρειάζεται.
 Τον βρίσκει στον Θερμαϊκό και ενθουσιάζεται.
Ο Αλέξανδρος δεν υπάρχει πια, υπάρχει όμως η αδελφή του η Θεσσαλονίκη, που είναι γυναίκα του βασιλιά και ο Κάσσανδρος αποφασίζει να την τιμήσει, δίνοντας το όνομα της στη νέα πόλη.
Αν και σε σπουδαία θέση η Θεσσαλονίκη, στην αρχή δεν είναι τίποτα περισσότερο παρά το επίνειο της Πέλλας, που είναι σκαρφαλωμένη στα κορφοβούνια της Δυτικής Μακεδονίας και παραμένει πρωτεύουσα του βασιλείου.
Το εμπόριο και τα κάθε λογής αλισβερίσια  μεσουρανούν και έλκουν σαν μαγνήτης το ενδιαφέρον όλων των λαών, που κατοικούν στα παράλια της Μεσογαίας θάλασσας.
Από τους πρώτους που την  κατοίκησαν οι Εβραίοι, που έκαναν την ανάγκη δόγμα, αφού ήταν διαχρονικά κυνηγημένοι και ενστερνίστηκαν απόλυτα το «όπου γης  και πατρίς».
Τα χρόνια περνούν και η Μακεδονική Δυναστεία παρακμάζει.
Μια καινούργια Αυτοκρατορία απλώνεται παντού και υποτάσσει όλους τους λαούς του γνωστού τότε κόσμου.
Οι Ρωμαίοι καταλαμβάνουν τη  Θεσσαλονίκη, την κάνουν πρωτεύουσα μιας τεράστιας επαρχίας, της αποδίδουν δε και ιδιαίτερα προνόμια.
Η σπουδαία πόλη, γίνεται ο σημαντικότερος εμπορικός και στρατιωτικός σταθμός  του αυτοκρατορικού δρόμου της Εγνατίας οδού, που ξεκινά από την Ήπειρο και καταλήγει στον Έβρο!
Λεγεώνες και ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι, έμποροι και τυχοδιώκτες, άγιοι και αγιογδύτες, μετανάστες και επιστήμονες, διασχίζουν μέρα-νύχτα την Εγνατία οδό και έχουν για ενδιάμεσο μα  και τελικό προορισμό τη Θεσσαλονίκη.
Οι θεοί των Θεσσαλονικιών πολλοί, ντόπιοι και εισαγόμενοι.
Το ίδιο πολλοί και οι λατρευτικοί σύλλογοι. Ενώσεις δηλαδή ατόμων, που λάτρευαν την ίδια θεότητα και είχαν τον δικό τους ιερέα, για την τέλεση της λατρείας.
Όταν οι πολλοί θεοί καταργήθηκαν και ανέλαβε ο Ένας και Μοναδικός, οι κάτοικοι της πόλης μετέφεραν την αγάπη και  λατρεία τους στον όποιο θεό, στον αντίστοιχο εκπρόσωπο του Ενός και Μοναδικού!
Οι οπαδοί για παράδειγμα, του Καβείρου, μεταγράφτηκαν  στα κατάστιχα των οπαδών του Αϊ-Δημήτρη!
Όπως βλέπουμε δηλαδή, οι Θεσσαλονικιοί δεν στενοχωρήθηκαν και πολύ, που «έχασαν» τους παλιούς θεούς τους.
Το αντίθετο συνέβη, μιας και αγκάλιασαν με θέρμη το καινούργιο και αυτός ήταν και ο λόγος που ο εκπρόσωπος του Ενός, Παύλος, τους αγαπούσε ιδιαίτερα.
Ο  Δημήτριος από την πλευρά του, δικαιωματικά έγινε ο θεός της Θεσσαλονίκης, ο άγιος της ήθελα να πω, αφού απαρνήθηκε όλες της ζωής τις χάρες, για να αφοσιωθεί στην πίστη του.
Στο μεταξύ, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία περνά δύσκολους καιρούς και κάποια στιγμή χωρίζεται σε Δυτική και Ανατολική.
Πρωτεύουσα της Ανατολικής, η Πόλη! Η μια και μοναδική Πόλη στον κόσμο!
Καλύτερη της φίλη και συμπρωτεύουσα, η Θεσσαλονίκη.
Θεσσαλονίκη, που στα χρόνια της Ανατολικής ή Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, διέπρεψε σε όλους τους τομείς και έγινε γνωστή στα πέρατα του κόσμου.
Πολύ φχαριστιότανε οι κάτοικοι της,  με τη δεύτερη θέση στην Αυτοκρατορία, εκείνα τα χρόνια.
Δεν θα χαίρονταν όμως καθόλου αν γνώριζαν, σε τι κατάρα για την πόλη θα εξελίσσονταν αυτή η δευτεράντζα, που θα την κρατούσε για πάντα σ’ αυτή τη θέση!
Διάβασε περισσότερα ... »

Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2016

Η Σοβιετική ένωση, στη διεθνή έκθεση Θεσσαλονίκης

Οι φήμες στην πόλη ήταν έντονες κι έλεγαν πως η Ρώσικη αρκούδα, η Σοβιετική Ένωση δηλαδή, συμμετείχε κανονικά στην Διεθνή έκθεση, χωρίς να ενοχλείται από τους Πολέμαρχους. Μάλλον ούτε αυτοί ένοιωθαν κάποια ενόχληση, από την αυτοκράτειρα του «παραπετάσματος».
Κάθε που έφταναν στα αυτιά του οι «δόλιες» πληροφορίες, χαμογελούσε ειρωνικά και ψιθύριζε: «Βρωμοχαφιέδες…ρουφιάνοι. Λες και δεν θα πάμε στην Έκθεση, να δούμε με τα μάτια μας την αλήθεια»
Ώσπου…Ώσπου το άκουσε από τον Δήμο:
-Οι δικοί σου συμμετέχουν κανονικά. Χθες  βράδυ ήμουν στο περίπτερο τους. Είναι πολύ ωραίο. Έχει….
Ο Μουρμούρας δεν ήταν εκεί, για να ακούσει τη συνέχεια. Είχε περάσει απέναντι και κατευθύνονταν στην Αγία Παρασκευή. Διάβηκε την τεράστια καγκελόπορτα και άρχισε να κόβει βόλτες ανάμεσα σε τάφους και κυπαρίσσια με τέτοιο ρυθμό, λες και τον κυνηγούσαν.
Άρχισε να κουράζεται και η ένταση της φωτιάς που άναβε στο κεφάλι του, μειώθηκε. Ένοιωσε το μυαλό να λειτουργεί ξανά και το βλέμμα να καθαρίζει:
«Και γιατί δηλαδή να μη συμμετέχει; Και πριν τη χούντα, χούντα δεν είχαμε; Αφού συμμετείχε τότε, το ίδιο θα κάνει και τώρα. Και ύστερα…ξέρεις τι είναι να κυματίζουν οι κόκκινες σημαίες, μπροστά στις μούρες των ταγματασφαλιτών;»
Δεν κατάφερε να πείσει ούτε τον εαυτό του, μα την απόφαση την πήρε.
-Κλειώ…Θα πάρω τον Γιάννη, να πάμε βόλτα.
-Που θα πάτε Δημητρό μου;
-Είναι έκπληξη. Θα σου πούμε όταν γυρίσουμε!
Ο νεαρός ήταν ήδη έτοιμος. Έκλεισαν την πόρτα πίσω τους, μπροστά στην απορημένη γυναίκα.
-Που θα πάμε;
-Πάμε στο Βαρδάρι, να πάρουμε λεωφορείο για την Έκθεση.
-Σοβαρά το λες;
-Ολοσόβαρα.
Ο Γιάννης έσφιξε τις μπουνιές του. Τέτοια χαρά δεν την περίμενε.
Έβαλε την μάρκα στη σχισμή και η περιστρεφόμενη σιδεριά γύρισε και τον άφησε να περάσει. Ακολούθησε ο γιος του.
-Έλα από δω…
Στάθηκε και θαύμασε συγκινημένος, την τεράστια κόκκινη σημαία, που κουνούσε το ελαφρύ αεράκι. Δεν πίστευε αυτό που έβλεπε, ούτε τους εκατοντάδες ανθρώπους που σπρώχνονταν στην είσοδο.
«Δικοί μας είναι όλοι αυτοί;», αναρωτήθηκε.
Ήταν και….δικοί τους, μα η βασική αιτία της κοσμοσυρροής ήταν το διαστημόπλοιο, που κουβάλησαν οι Ρώσοι και πριν τη Σαλονίκη είχε περάσει και από τη Σελήνη!
Ο Γιάννης τον έσπρωξε αδημονώντας. Βούτηξαν κι αυτοί στη λαοθάλασσα, κινδυνεύοντας να σκάσουν απ’ την πίεση. Τα πόδια δεν πατούσαν στο δάπεδο και ο Μουρμούρας έμπλεξε ανάμεσα σε δυό ψηλούς, αναγκασμένος να βλέπει μόνο πλάτες.
Σαν κατάφεραν όμως να φτάσουν στο επίζηλο σημείο, ένοιωσαν δικαιωμένοι. Χάζευαν με ανοιχτό στόμα το εξαίρετο δημιούργημα και αν δεν τους έδιωχναν, θα έμεναν ώρες να το θαυμάζουν! Προχώρησαν στην έξοδο, πιο άνετα τώρα πια και ο Δημητρός έριξε κλεφτές ματιές στο χώρο.
Στην πόρτα, δύο όμορφες κοπέλες κρατούσαν πανεράκια, με εκατοντάδες καρφίτσες για το πέτο, που απεικόνιζαν τα εργαλεία των Κομμουνιστών. Σφυρί και δρεπάνι, χρυσά και σε κόκκινο φόντο.
Ο Μουρμούρας κοίταξε τον τελευταίο ασφαλίτη, που «μέτραγε» τις καρφίτσες και άρπαξε δυό από το πανέρι, χαρίζοντας στην κοπέλα το ωραιότερο χαμόγελο του!
-Στάσου…Στάσου να σου τη βάλω στο σακάκι.
Ο Γιάννης κορδώθηκε όπως οι στρατιωτικοί, όταν παρασημοφορούνται. Έβαλε και ο Δημητρός τη δική του.

Σήκωσε τα μάτια στον ουρανό. Του φάνηκε πως είδε τον Σηφοστάλη, καθισμένο σ’ ένα συννεφάκι, να χαμογελάει ειρωνικά.

Διάβασε περισσότερα ... »

Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2016

Οι Τεντιμπόηδες ήταν καλά παιδιά

Βαριόντουσαν αφόρητα. Έλειπαν πολλοί απόψε από την παρέα και έμοιαζε οι ιδέες να ‘χουν στερέψει. Ο «Μπόϊκας» όμως δεν συμφωνούσε και ο» Χατζής» έσπευσε να ρίξει το λαδάκι του, στη φωτιά που προσπαθούσε να ανάψει ο φίλος του.
«Πάμε στην απέναντι γωνία να φτιάξουμε το πρόγραμμα. Αντιρρήσεις απαγορεύονται!»
Πέρασαν το δρόμο και άρχισαν να το καταστρώνουν. Ήταν τέσσερις μαντραχαλαίοι. Έφταναν και περίσσευαν, σε κάθε περίπτωση.
«Σήμερα θα χτυπήσουμε εδώ, αύριο εκεί και μεθαύριο παραπέρα…χου…χου…χου…χε…χε..χε», έριξαν κι ένα προκαταβολικό γέλιο, γι’ αυτά που θα ακολουθούσαν!
Ξαφνικά είδαν την κοπέλα που πλησίαζε και τα γέλια κόπηκαν: «Φρεγάδα μου….ζαχαροπλάστης είναι ο μπαμπάς σου;»
«Θέλεις να παίξουμε τον γιατρό;»
Ο Ξενοφώντας άκουσε τα πειράγματα, τη στιγμή που έστριβε στη γωνία. Τους είδε και χαμογέλασε, μα είδε και τον σεβάσμιο κύριο στα είκοσι μέτρα και οσμίστηκε την συνέχεια.
«Δεν ντρέπεστε; Αλήτες… έ αλήτες!...», φώναξε ο κύριος.
Ο «Χατζής» με δυό βήματα βρέθηκε πλάϊ του:
«Τι θες ρε και ανακατεύεσαι;»
Ο Ξενοφώντας τον άρπαξε λίγο πάνω απ’ την κοιλιά και τον έσπρωξε στο πεζοδρόμιο.
 Ψηλότερα δεν έφτανε, στο τεράστιο κορμί του φίλου του.
«Έλα ρε Γιώργο, κόφτε τις βλακείες!»
Ο κύριος συνέχιζε, «Αλήτες…έ αλήτες…», μόνο που τώρα, φανερά φοβισμένος, ψέλλιζε!
«Επιτέλους! Σταματήστε κι εσείς, μην έχουμε χειρότερα. Σας παρακαλώ!», προσπάθησε να κλείσει το επεισόδιο ο Ξενοφώντας. Ο άνθρωπος απομακρύνθηκε.
«Τα ξέχασες τα δικά σου; Τι έγινε, πήγες φαντάρος και ωρίμασες;»
«Άκου ‘Μπόϊκα’ και σεις οι άλλοι. Επειδή είμαι σίγουρος να ‘ούμε, πως κάτι ετοιμάζετε, σας λέω να προσέχετε. Τα «γαλατάδικα» είναι στη βόλτα και οι φήμες λένε πως τα αλάνια από δω και πέρα  θα πληρώσουν! Είστε φίλοι και δεν γουστάρω να πάθετε ζημιά. Καλό βράδυ.»
Την απομάκρυνση του, ακολούθησε σιγή λίγων δευτερολέπτων, που την διέκοψε ο Δολωματάς: «Λοιπόν, αύριο έχουμε σχολείο»
«Τι σχολείο ρε; Δεν θα κάνουμε σμπόμπα[κοπάνα];»
«Γιαούρτια στον γυμνασιάρχη ρε βλάκα, όχι μάθημα»
«Τρελαίνομαι, πες μου κι άλλα». Τα χαχανητά τους ακούστηκαν μακριά.
Νωρίς το άλλο βράδυ, μπήκαν στο γιαουρτάδικο της γειτονιάς. Κρατούσαν και μερικά άδεια κεσεδάκια, γιατί το μαγαζί πούλαγε μόνο χύμα γιαούρτι.
«Γέμισε τα, κύριε Μπάμπη».
 Άρχισε να χώνει την σπάτουλα στα πήλινα με το γιαούρτι και να την αδειάζει στα κεσεδάκια.
 Ήταν βέβαιος για τη χρήση που προορίζονταν το προϊόν, μα δεν ένοιωθε καμιά συνενοχή. Το αντίθετο! Συνέλαβε το μυαλό του να τσιλιμπουρδίζει και τις αισθήσεις  σε υπερδιέγερση, λες και θα πήγαινε μαζί τους, στην αποστολή! Ποιος ξέρει; Ίσως κάποια νεανικά απωθημένα, ίσως το γεγονός πως δεν έκανε οικογένεια και ένοιωθε πιο κοντά στους «επαναστατημένους» νέους, από όσο στους νοικοκυραίους και στους δασκάλους. Έδιωξε με δέος τις παραβατικές σκέψεις  και πήρε τα χρήματα που του έδωσε ο «Χατζής».
 «Καλό βράδυ, παιδιά. Να προσέχετε!».  
Οι μαθητές της απογευματινής βάρδιας είχαν σχολάσει. Σκοτάδι. Οι Τεντιμπόηδες ήταν έτοιμοι. Λίγα λεπτά μετά, πολεμική κραυγή τάραξε τη σιγαλιά: «Ντου ρε!!...απάνω του!»
Άσπροι πύραυλοι εδάφους-αέρος εκσφενδονίστηκαν από τα χέρια των παιδιών. Δύο απ’ αυτούς πέτυχαν τον γυμνασιάρχη. Ήταν σαν φάντασμα στο σκοτάδι, με το γιαούρτι στο πρόσωπο!
  «Το ‘φαγε στη μούρη ρε, γουστάρωωω» ακούστηκε ο αλαλαγμός και αμέσως μετά το ‘βαλαν στα πόδια.
Κάθε ωραία ιστορία όμως, έχει και πικρό φινάλε.
Στην αρχή του δρόμου, τέσσερις χωροφύλακες με κλομπς και χειροπέδες στα χέρια, περίμεναν τις αφίξεις. Οι «τεντιμπόηδες» κοκάλωσαν, έκαναν μισή μεταβολή και αμέσως θυμήθηκαν ότι ο δρόμος ήταν αδιέξοδος από την άλλη πλευρά!
Το «Τσαμπούκι», κοντός και μυώδης όπως ήταν, έδωσε ένα σάλτο στη μάντρα σαν μαϊμού και χάθηκε στο σκοτάδι! Οι άλλοι, ίσα που πρόλαβαν να αγγίξουν τον τοίχο, πριν τους αρπάξουν τα όργανα και τους περάσουν «βραχιολάκια».
«Για πάμε μια βόλτα από το ίδρυμα, να σας ευπρεπίσουμε λιγουλάκι».
Δεν πρόλαβαν να μπούνε στο Έκτο Αστυνομικό τμήμα και έκανε την εμφάνιση του ο κουρέας! Κρύα και βαριά η «ψιλή» μηχανή πάνω στα κρανία, τους πάγωνε το αίμα. Τούφες-τούφες έπεφτε η λεβεντιά τους, στο πάτωμα και  μαύριζε τις ψυχές.
«Γλόμπους» τους έκλεισαν στο κρατητήριο και πρωί-πρωί άρχισε η πορεία προς τον Γολγοθά! Όπου Γολγοθάς ο εισαγγελέας, αλλά αυτό ήταν το λιγότερο! Το μεγάλο ζόρι ήταν η μαρτυρική πορεία μέσα από τις συνοικίες και η κλήτευση των γονιών ως συνυπεύθυνων.
Η διαπόμπευση με τις ταμπέλες κρεμασμένες στους λαιμούς και το γιούχα, τα φτυσίματα των «ευπρεπών πολιτών» και οι ειρωνείες κάποιων «συναδέλφων» νεαρών, που έκαναν τα ίδια αλλά δεν πιάστηκαν.
Είχαν και τα σημάδια στα πρόσωπα, από τις περιποιήσεις των μπασκίνων, για να μαρτυρήσουν τον τέταρτο που την κοπάνησε, αλλά ποιός να τους συμπονέσει; Λέξη πάντως δεν έβγαλαν! Ο Ξενοφώντας έμαθε από τους γείτονες τα ξεφτιλίκια των φίλων του, σαν γύρισε το βράδυ απ’ τη δουλειά και πικράθηκε πολύ.
«Σας το είπα βλάκες, σας το είπα αλλά δεν με ακούσατε».
Διάβασε περισσότερα ... »

Παρασκευή 22 Ιουλίου 2016

«Εθνάρχης» ή Κόκκινα μαλλιά;

Ένα μήνα μετά, ο Αλή Καραμάν ταξίδεψε στη Θεσσαλονίκη, που την αγαπούσε πιο πολύ απ’ την Αθήνα, αφού ήταν κοντύτερα στο χωριό του, το Κιούπκιοϊ.  Περισσότεροι από 500.000 άνθρωποι, συγκεντρώθηκαν έξω από το «Μακεδονία Παλάς», για να τον δουν και να τον ακούσουν.
Έντεκα χρόνια πριν, οι μισοί τουλάχιστον απ’ αυτούς  , δεν ήθελαν ούτε να τον δουν, ούτε να τον ακούσουν! Είχαν περάσει μαύρη ζωή, εξ αιτίας του Αλή  και των φίλων του! Κομμουνιστές και συνοδοιπόροι των Κομμουνιστών, που στο άκουσμα και μόνο του ονόματος του, γίνονταν Τούρκοι απ’ το κακό τους!
Τώρα όμως ήταν εκεί για να τον αποθεώσουν. Να τον ευχαριστήσουν γιατί τους έφερε, λέει, τη Δημοκρατία! Αλήθεια, που είχε πάει η Δημοκρατία και τη βρήκε ο Καραμάν, για να τη φέρει πίσω; Πως τη βρήκε, αφού δεν τη γνώριζε; Ερωτήματα που δεν απαντήθηκαν ποτέ!
Βγήκε στο μπαλκόνι του καλύτερου ξενοδοχείου της πόλης και χαιρέτησε το λαό του.  Σεισμός! Σκηνές πάθους και υστερίας, πραγματικής αλλοφροσύνης! Οι μισοί  όμως που λέγαμε, ένοιωθαν περίεργα.  Σαν δημιουργήματα ενός τρελού επιστήμονα, που τους έκανε να χαίρονται και να μελαγχολούν μαζί, να κλαίνε και να γελούν ταυτόχρονα, να είναι περήφανοι και να ντρέπονται!
Λίγο μετά, ο Αλή παρουσίασε τον Αντιθιασάρχη του, τον Κατράμη. Καινούργιος πανζουρλισμός στο πλήθος. «Πόλεμο στην Τουρκία!....», φώναξε ένας ηλίθιος, σκαρφαλωμένος στο διπλανό δέντρο. Σήκωσαν τα κεφάλια και τον κοίταξαν. Φαίνεται πως τα βλέμματα τους δεν άφηναν περιθώρια παρερμηνείας και δεν ξαναφώναξε!
Ο Γιάννης  δεν άκουγε τίποτα! Κουβέντες, φωνές, ιαχές, συνθήματα και τραγούδια, είχαν χαθεί.  Χιλιάδες άνθρωποι  ακίνητοι, σιωπηροί. Το μόνο ζωντανό πλάσμα στο χώρο, ήταν αυτή.  Ένα λυγερό κορμί, μισοχαμένο σε καταρράκτες κόκκινων μαλλιών, στολισμένο μ’ ένα όμορφο μουτράκι, που το ‘καναν τέλειο δυό υπέροχα γαλαζοπράσινα μάτια. Οι αραιές φακιδούλες στη μύτη και στα μάγουλα, ήταν οι τελευταίες πινελιές, στον ωραιότερο πίνακα που είχε δει ποτέ! Τον κοίταξε για μια στιγμή και του χαμογέλασε. Πριν προλάβει να υπολογίσει τις διαστάσεις του παραδείσου του, άρπαξε μια φίλη της από το χέρι και χάθηκε.
«Γιάννη…Γιάννη!… Δεν ακούς; Τι έπαθες μωρέ;». Ένοιωσε  δάχτυλα  να του σφίγγουν το μπράτσο  και ταυτόχρονα ήχους , συνθήματα και τραγούδια, να επιστρέφουν στ’ αυτιά του. «Κάτι σκεφτόμουν…Είμαι καλά. Μη δίνεις σημασία, Γεράσιμε»
Αγκαλιάστηκαν με το φίλο του και συντονίστηκαν με τους άλλους… «Δώστε…Τη χούντα…Στο λαό… Δώστε…Τη χούντα…Στο λαό…»
Τα βλέμματα τους συναντήθηκαν και ξεκαρδίστηκαν στα γέλια. «Ποιοι να τη δώσουν;»… «Σε ποιους να τη δώσουν;», ρώτησαν ο ένας τον άλλο κι έσκασαν και πάλι στα γέλια! Κάποιος τους κοίταξε βλοσυρά.
Πήρε να σουρουπώνει. Είχαν  πια βραχνιάσει.  Ένοιωθαν κουρασμένοι, όχι όμως τόσο ώστε να αρνηθούν τον πειρασμό μιας όμορφης νύχτας, αντάξιας μιας σημαντικής μέρας. Σημαντικής; Εντάξει, δεν ήταν κι αυτή που ονειρεύτηκαν, δεν έπαυε όμως να έχει την αξία της.
«Γεράσιμε, τι λες; Πάμε στη ‘Δόμνα’;
«Γιατί όχι; Δεν μου είπες όμως.... Ο  Μουρμούρας κατέβηκε στη συγκέντρωση;»
«Φυσικά και δεν κατέβηκε και είμαι βέβαιος πως θα μου το χτυπάει, για πολλά χρόνια!»
Ήταν 31 Αυγούστου του 1974

Αποσπάσματα από το μυθιστόρημα «Η Χαβαλιέ που την έλεγαν Ελλάδα»
και άλλα αποσπάσματα από το βιβλίο «Η Χαβαλιέ που την έλεγαν Ελλάδα» στο http://havalie.blogspot.gr/
Διάβασε περισσότερα ... »

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2016

Ιούλης 1974: Επιστράτευση στη χώρα του Καραγκιόζη

Ο Ιωαννίδης γύρισε από την πίσω πόρτα, αφού έφυγαν οι Αμερικάνοι και είπε στους δικούς του χαμογελαστός: «Έτσι το είπα, για να τους τρομάξω!!!!». Η επιστράτευση όμως κηρύχτηκε κανονικά, αν και οι αρχηγοί του στρατεύματος βεβαίωναν κατηγορηματικά, για την αδυναμία εμπλοκής του σε εχθροπραξίες! Ακούγοντας το βράδυ τους παράνομους ραδιοφωνικούς σταθμούς, Ντώϋτσε Βέλλε, Μόσχας και Λονδίνου, μαθαίναμε την τραγική πραγματικότητα.
Όσοι φίλοι και γνωστοί παρουσιάστηκαν στο στρατό εκείνες τις μέρες,  περιέγρααν με μελανά χρώματα την ένδεια του Ελληνικού στρατού σε ρουχισμό, όπλα, πολεμοφόδια, αλλά και τον τρόμο των στρατοκρατών, για τον…..αναγκαστικό εξοπλισμό των επίστρατων.
Τα περισσότερα  κιβώτια πάντως ήταν γεμάτα.
Γεμάτα με πέτρες και όχι με όπλα και σφαίρες!
Για τα τελευταία, είχαν φροντίσει ο Παττακός και άλλες δυνάμεις, να πουληθούν σε αδελφά καθεστώτα της Αφρικής!!

Είδε την Σούλα στα τριάντα μέτρα, να χειρονομεί απεγνωσμένα κοιτάζοντας προς την πλευρά του. «Πως βρέθηκε αυτή εδώ και μάλιστα τέτοια μέρα;», αναρωτήθηκε. Γνώριζε ότι έμενε στην «Μπότσαρη», στην άλλη άκρη της πόλης. Άρχισε να βηματίζει για να την πλησιάσει, μα τον πρόλαβε εκείνη τρέχοντας! Του έπιασε και τα δύο χέρια και  είπε ξεψυχισμένα:
«Γιάννη μου…..σε παρακαλώ. Ο Βασίλης….έφυγε άρον-άρον από το γιαπί, για να ‘παρουσιαστεί’. Ένα τηλεφώνημα πρόλαβε να κάνει και ύστερα….Δεν έχει λεφτά, δεν έχει καθαρά ρούχα, δεν….». Το κλάμα διέκοψε τον αγχωμένο της χείμαρρο και ο Γιάννης της χάϊδεψε το μπράτσο. «Έλα, ηρέμησε. Μην κάνεις έτσι, όλα θα πάνε καλά! Εδώ όμως πως βρέθηκες;»
Έβγαλε τρία χιλιάρικα από την τσάντα της και άπλωσε το χέρι: «Μου είπε πως μάλλον θα είναι στο στρατόπεδο του ‘Καρατάσου’. Εκεί δεν είναι το σχολείο σου; Πάρτα και ψάξε να τον βρεις, να του τα δώσεις! Σε ικετεύω!».
«Μη στενοχωριέσαι Σούλα μου. Αν είναι ‘κει, θα τον βρω σίγουρα. Μα και αλλού να τον πήγανε, πάλι θα τον βρω! Στο υπόσχομαι! Μπορεί όμως να μου φάει ώρες, γι’ αυτό θα  υποσχεθείς πως δεν θα στενοχωριέσαι»
«Σ’ ευχαριστώ, θα προσπαθήσω. Μιας και ήρθα μέχρι εδώ, λέω  να δω τη μητέρα σου». Έστριψε να πάει απέναντι, αλλά ο Γιάννης την σταμάτησε: «Πολύ καλά θα  κάνεις, μα εκείνη η σακούλα που κρατάς, μήπως είναι για μένα;»
Ξεφύσηξε ανακουφισμένη: «Να είσαι καλά αγόρι μου! Φυσικά είναι για…σένα. Εσώρουχα του Βασίλη».
Πέντε χιλιόμετρα δρόμος για το στρατόπεδο και το δίλλημα μεγάλο. Να πάει με τα πόδια ή να περιμένει το λεωφορείο; Προτίμησε να κρατήσει δυνάμεις και στήθηκε στη στάση. Μισή ώρα μετά, το αστικό έφτασε φισκαρισμένο  και αγκομαχώντας. Η πόρτα άνοιξε, μα επιβάτες δεν χώραγε!
«Άντε ρε παιδιά! Κάντε μια προσπάθεια!...», τους παρακίνησε ο εισπράκτορας. «Ένας άνθρωπος είναι. Κρίμα να μην τον πάρουμε»
«Δεν ντρέπεστε λίγο ρε;…», του αντέτεινε ένας καταϊδρωμένος εργάτης. «…Ούτε σήμερα δεν έχετε την τσίπα, να βάλετε περισσότερα λεωφορεία;».
«Τι να κάνω άνθρωπε μου;….», απολογήθηκε ο εισπράκτορας. «…κι εγώ υπάλληλος είμαι». Με τα πολλά, ο Γιάννης ζούληξε τον προηγούμενο και αυτός τον μπροστινό του, η πόρτα έκλεισε απότομα και ο Μαυρομάτης μπορούσε πλέον να θεωρηθεί… επιβάτης του λεωφορείου.
Τρεις στάσεις μετά, κάποιοι κατέβηκαν. Ανέβηκε τα δύο σκαλοπάτια και έγινε επιτέλους ίσος με τους άλλους! Όταν έφτασαν στου «Καρατάσου», είχαν μείνει οι μισοί. Το θέαμα που αντίκρισε, του πρόσφερε γέλιο για μια  ζωή! Τότε όμως δεν γέλασε. Μερικές εκατοντάδες νέοι άνδρες, συγκεντρωμένοι έξω από την κεντρική πύλη του στρατοπέδου,  ντυμένοι με  απίστευτους ενδυματολογικούς συνδυασμούς! Τέτοιο καρακιτσαριό στην Χαβαλιέ, ξαναείδε ύστερα από πολλά χρόνια, όταν πια η έλλειψη αισθητικής έγινε τρόπος ζωής!
Φανελίτσα βαμμένη με χίλια χρώματα, παντελόνι-φόρμα  στρατιωτική και παπούτσι πάνινο [Μπογιατζής που παρίστανε τον φαντάρο].
Πουκάμισο σοβαντισμένο, παντελόνι το ίδιο και στρατιωτικά άρβυλα [Σοβατζής που παρίστανε τον φαντάρο].
Σακάκι από κοστούμι, πουκάμισο, γραβάτα, στρατιωτικό παντελόνι και σκαρπίνια [Υπάλληλος γραφείου που παρίστανε τον φαντάρο].
Στρατιωτικό πηλίκιο, στρατιωτική φανέλα, παντελονιά κοστουμιού  ατσαλάκωτη  και μποτάκια ορειβασίας [Πολιτικός μηχανικός που υποβαθμίστηκε σε απλό στρατιώτη!]
Τι να κάνουν όμως οι άνθρωποι; Αυτά βρήκαν, αυτά πήραν! Και όμως, ο ενθουσιασμός ήταν μεγάλος!! Ήταν έτοιμοι, για την «Κόκκινη Μηλιά»! Το μόνο που περίμεναν, ήταν η παραλαβή οπλισμού. Λίγοι πήραν. Το φιάσκο της επιστράτευσης τέλειωσε νωρίς, ο χρόνος όμως ήταν αρκετός, ώστε να εκτυλιχθούν σκηνές απείρου κάλλους, μεταξύ εφέδρων και καραβανάδων!
Τελικά, πόλεμος δεν έγινε. Ευτυχώς, γιατί λίγοι απ’ αυτούς τους νέους ανθρώπους, θα γύριζαν πίσω!
Ήταν τυχερός και βρήκε τον Βασίλη σε λίγα λεπτά. Δεν  άργησε όμως και να τον  αποχαιρετήσει , γιατί καταλάβαινε πως κάτι έπρεπε να φάει και να καπνίσει, μιας και μπορούσε πλέον να τα πληρώσει!

Διάβασε περισσότερα ... »

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2016

Ο Ελληνικός κινηματογράφος στα χρόνια της Χούντας

 - Βασική επιλογή ψυχαγωγίας,  εξακολουθούσε φυσικά να αποτελεί ο κινηματογράφος και μάλιστα με τον ίδιο ακριβώς  τρόπο, όπως και πριν.
Με την τσάντα της μαμάς γεμάτη   ψωμοτύρια, για το κολατσιό των παιδιών  και  μπιμπερό με  γάλα, αν  ήταν πολύ μικρά.
Τα κλάματα βέβαια των βρεφών, καθόλου δεν άρεσαν στους υπόλοιπους θεατές, ήταν όμως μια κατάκτηση των μαμάδων, που δεν μπορούσε να ακυρωθεί!
Στο διάλλειμα, ο νεαρός  με το τελάρο κρεμασμένο στο λαιμό, διαλαλούσε τα προσφερόμενα από το κυλικείο είδη, που δεν ήταν και λίγα:
«Γκαζόζες, πορτοκαλάδες, μπυράλ, σάντουιτς, σοκολάτες, μπισκότα, πατατάκια, ρόοοοοξ!….»
Μια σακούλα πατατάκια κι ένα αναψυκτικό, όλο και το «τσιμπούσαν» οι μπόμπιρες από τις μαμάδες, αφού είχαν φάει βέβαια το ψωμοτύρι!
Ααααα!....Όλα κι όλα!....Ο κανόνας ήταν πάντα κανόνας!
Όλα αυτά φυσικά, στους κινηματογράφους Β! προβολής όπως ο «Φάρος», η «Ελληνίς», τα «Ελευθέρια», ο «Παρθενών», η «Ναπολιτάνα», η «Εύα»,  και άλλοι πολλοί.
Οι αντίστοιχοι Α! προβολής, δεν ανέχονταν τη «λαϊκούρα» μας.
Οι ταινίες που βλέπαμε; Ότι επέτρεπαν οι Πολέμαρχοι. Κωμωδίες και Δράματα, σε σενάρια που έμοιαζαν πολύ μεταξύ τους και από τα οποία δεν έλειπε ποτέ ο γάμος! Γάμος, που εκείνα τα χρόνια ήταν όνειρο και στόχος, για άντρες και γυναίκες! Αυτό γιατί η φτώχια δυσκόλευε πολύ το στήσιμο ενός «σπιτικού» και από την άλλη, επειδή ο γάμος για τους περισσότερους, ήταν ο μόνος τρόπος να σμίξουν με το άλλο φύλο!! Ξανθόπουλος[1],Βούρτση[2], Κούρκουλος[3], Βουγιουκλάκη[4], Καρέζη[5], ήταν μερικοί απ’ τους μεγάλους πρωταγωνιστές του Χαβαλιέδικου κινηματογράφου….
 Βλέπαμε  βέβαια και Τούρκικες  ταινίες.
-Παππού! Μου φαίνεται πως με «δουλεύεις»!
-Καθόλου παιδί μου, την αλήθεια σου λέω. Νομίζεις πως οι Πολέμαρχοι, επειδή έλεγαν πως μισούν την Τουρκία, απαγόρευαν και τις ταινίες της; Όχι βέβαια!
Το αντίθετο συνέβαινε. Τουλάχιστον εκατό ταινίες το χρόνο, έστελνε η γειτόνισσα στη Χαβαλιέ.
-Τι ταινίες ήταν αυτές;
-Ίδιες με τις δικές μας! Μέχρι και οι ηθοποιοί τους έμοιαζαν. Ειδικά η Χούλια, ήταν φτυστή η Βουγιουκλάκη! Η μόνη διαφορά που είχαν, ήταν η γλώσσα.
Κατά τ’ άλλα, άστα να πάνε.
Ο Δημητρός τσίμπησε έναν μεζέ και τον «σκέπασε» με μια γουλιά τσίπουρο.
Η φωνή του Καράφα, τον αιφνιδίασε.
-Οι φήμες λένε, πως οι «Οχετοί»  του Χαζοκουτιού, ενδιαφέρονται να  αγοράσουν  «σαπουνόπερες» από την Τουρκία!
-Το λες αλήθεια;
-Όπως σε βλέπω και με βλέπεις!
-Η ζωή μας κύκλους κάνει, Καράφα μου… Ας είναι….
Στράφηκε  πάλι στον εγγονό του:
-Εκτός αυτών που σου προανέφερα Αλέξανδρε, παίζονταν και ταινίες εθνικοπατριωτικές, που έδειχναν με πολύ παραστατικό τρόπο, πόσο παλιοχαρακτήρες είμαστε εμείς οι Κομμουνιστές και πόσο μεγαλόψυχοι οι Πολέμαρχοι, που στο τέλος πάντοτε μας συγχωρούσαν και  μάλιστα μας  έκαναν δώρο κι ένα σημαιάκι, για να πάμε στην παρέλαση!
Αρκετοί οι πρωταγωνιστές και στις… «εθνικές» ταινίες, το ζευγάρι όμως που κυριολεκτικά διέπρεψε, ήταν ο Κώστας Πρέκας με την Βέρα Κρούσκα!
Εμπνευστής, παραγωγός, σκηνοθέτης, σεναριογράφος, τεχνικός διευθυντής και «πασατεμπάς» των ταινιών αυτών, ήταν ο μοναδικός Τζέϊμς Πάρης, στον οποίο είχε επενδύσει τεράστια ποσά η Εταιρεία Χαρτοφυλακίων της Αμερικής.
 Χαλάλι του όμως, γιατί τα λεφτά «βγήκαν» δυο και τρεις φορές, αφού στις ταινίες του, πέραν των «αυθορμήτως προσερχομένων», πήγαιναν και όλα τα σχολεία της Χαβαλιέ και μάλιστα με βήμα και το ταλιράκι στο χέρι.
Το ωραίο ήταν, πως μετά τη χούντα αρκετοί από τους πρωταγωνιστές ταινιών προπαγάνδας, δήλωσαν Κομμουνιστές και έγιναν αποδεκτοί!!!! Το ακόμα πιο ωραίο, πως αυτοί που μαρτύρησαν στα μπουντρούμια του Στρατοκρατικού καθεστώτος, κλήθηκαν να ψηφίσουν τους προηγούμενους και να τους κάνουν βουλευτές!!!! Αυτά όμως παιδί μου, θα τα πούμε μια άλλη μέρα.





[1] Ξανθόπουλος: «Το παιδί του λαού». Τίτλος που κέρδισε δικαιωματικά, αφού ενσάρκωνε με τον καλύτερο τρόπο, τα βάσανα, τους καημούς και τα όνειρα των φτωχών. Ταπεινός και καταφρονημένος αντιμετώπιζε τις δυσκολίες της ζωής  και πάντα τα κατάφερνε, αν και ήταν φανερό πως δεν του έκοβε και πολύ!
[2] Βούρτση: «Εθνική κλαψιάρα» χαρακτηρίστηκε, μάλλον άδικα, αφού αρκούσαν δύο-τρεις συνεργασίες με τον προηγούμενο, για να τη σημαδέψουν!
[3] Κούρκουλος: Και μόνο στο άκουσμα του ονόματος του, οι Χαβαλιέδισσες ξάπλωναν στις ράγες και περίμεναν να περάσει το τρένο! Θα μπορούσε  να είναι ο τέλειος άνδρας και ηθοποιός, αν δεν τον βασάνιζε μια περίεργη εμμονή, το κάρβουνο! «Όχι άλλο κάρβουνο… Όχι άλλο κάρβουνο…», ούρλιαζε στις κρίσεις που τον κατατρέχανε! Μυστήριο μα την πίστη μου, γιατί ουδέποτε εργάστηκε σαν ανθρακωρύχος, ούτε σαν θερμαστής.
[4] Βουγιουκλάκη: Σκοτεινό αντικείμενο του πόθου για τον Πρίγκιπα Κοκό και πολυαγαπημένη των μισών Χαβαλιέδων, μα μην ακούς …Και οι άλλοι μισοί, μια χαρά την αγαπούσαν κι αυτοί!
[5] Καρέζη: Το φωτεινό αντικείμενο των άλλων μισών Χαβαλιέδων. Εκπληκτική στην κωμωδία, μέχρι τον γάμο της μ’ έναν περίεργο τύπο, που την έσυρε στο δράμα!
Διάβασε περισσότερα ... »

Τρίτη 17 Μαΐου 2016

Περιστεράδες και Κλωτσοσκούφι

Αυτοί που είχαν περιστέρια ήταν καπαρωμένοι από το πρωί μέχρι το μεσημέρι!
Ένα καφεδάκι για να ξυπνήσουν κι ύστερα γραμμή για την ταράτσα.
Από τη μια μεριά το πλυσταριό και από την άλλη ο περιστερώνας.
Κάποιοι απ’ τους περιστερώνες, ήταν πραγματικά έργα τέχνης.
 Μερικοί, ομορφότεροι και από τα σπίτια που τους φιλοξενούσαν!
Άνοιγαν τις πόρτες  οι περιστεράδες και κουνώντας τα χέρια ή ένα μακρύ ξύλο, ενθάρρυναν τα «παιδιά» τους να πετάξουν, για την Κυριακάτικη  βόλτα.
«Καϊνάρια», «παγκούρια» και άλλα είδη, άνοιγαν τα φτερά και απογειώνονταν για τις ψηλές και χαμηλές τους πτήσεις, πάντα στα όρια του συνοικισμού!
Επιστήμονες της γνώσης των περιστεριών, οι κάτοικοι του Κάστρου. Ήξεραν απ’ έξω κι ανακατωτά τις φυλές, τα χούγια, τις αρρώστιες, τις επιθυμίες τους και πραγματικά το φχαριστιόταν.  
Όταν μεσημέριαζε τα μάζευαν, κατέβαιναν στο σπίτι για φαγητό και μετά γραμμή για το γήπεδο. Οι πολλοί στην Τούμπα, λιγότεροι στο Χαριλάου και ακόμα πιο λίγοι στο Καυταντζόγλειο, όλοι όμως με λατρεία για το κλωτσοσκούφι.
Το πιο αγαπημένο άθλημα στη Χαβαλιέ. Έμοιαζε λίγο μ’ ένα άλλο, που παίζονταν στον υπόλοιπο κόσμο και το ‘λεγαν ποδόσφαιρο.
Τα δυό αθλήματα είχαν την ίδια μπάλα, γήπεδα και φιλάθλους, όλα τα άλλα όμως ήταν διαφορετικά.
Στο ποδόσφαιρο, το «αντικείμενο του πόθου» ήταν οι αθλητές, στο κλωτσοσκούφι ο πρόεδρος, οι παράγοντες, οι διαιτητές, οι μεσάζοντες και αργότερα οι στοιχηματζήδες, οι μπράβοι, οι χούλιγκανς ,οι Θεατρίνοι, οι γυναίκες των αθλητών, ποτέ όμως οι αθλητές!
Εάν δηλαδή τα « βάλεις κάτω», είχε πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον από το ποδόσφαιρο των αλλονών και δικαιολογημένα το λάτρευαν οι Χαβαλιέδες.
Εκείνα μάλιστα τα χρόνια, τα στερημένα χρόνια, είχε μια ιδιαίτερη μαγεία. Ειδικά γι’ αυτούς που δεν μπορούσαν να πάνε στο γήπεδο και μάθαιναν ότι μάθαιναν από το ραδιόφωνο.
Ραδιόφωνο που οι κάτοχοι του ήταν ελάχιστοι, άρα και δυσεύρετο.
Ο «τυχερός»  ιδιοκτήτης, ήταν υποχρεωμένος να φιλοξενεί τους γείτονες τις Κυριακές, εγκαταλείποντας την χαλαρότητα της αργίας και ξεχνώντας την γοητεία του δειλινού.
Ηλικίες; Από 3 μέχρι 103! Βουνά τα τσόφλια από τους ηλιόσπορους, καβγάδες, ζητωκραυγές και άγριες διαφωνίες για τα σφυρίγματα του διαιτητή!
Τώρα θα μου πεις, πως μπορείς να διαφωνείς με τον διαιτητή, αφού δεν έχεις δει τη φάση;

Ο Χαβαλιές δεν έχει ανάγκη να δει τη φάση! Τη μυρίζεται από μακριά!

Διάβασε περισσότερα ... »

Πέμπτη 21 Απριλίου 2016

Μια Χούντα απ’ τα παλιά

 
-Πλησίαζε το Πάσχα του 1967 και οι άνθρωποι έκαναν τους λογαριασμούς τους. «Τόσο το κρέας, τόσο ο  φούρνος, τόσο η ρετσίνα…» και όσοι επέλεγαν τα κάρβουνα [λίγοι εκείνο τον καιρό], λογάριαζαν κι αυτά. Κάποιοι άλλοι όμως  τα είχαν τζάμπα και σε ποσότητες τέτοιες, που μπορούσαν να ψήσουν όλους τους Χαβαλιέδες!
Τον τελευταίο καιρό, αναμπουμπούλα   μεγάλη  επικρατούσε  στη χώρα.   Οι πολίτες ήταν  στους δρόμους και έδειχναν αποφασισμένοι να μείνουν εκεί, μέχρι  να «ξεμπερδέψουν» μια για πάντα με τη βασίλισσα Θεοφρίκη και το Τσουτσέκι της ή  Κοκό, όπως τον έλεγαν στα ενδότερα του παλατιού.
Αρκετά  χρόνια είχαν περάσει από την ήττα των Κομμουνιστών και των φίλων τους στον εμφύλιο και οι ηττημένοι δεν ανέχονταν πια την περιθωριοποίηση τους. Ζητούσαν πίσω τις ζωές τους και τις ζωές των παιδιών τους. Ηγέτης και ελπίδα  σ’ αυτήν  την προσπάθεια…Ο Πλανόλαος!
Ναι..Ναι…Ο Πλανόλαος! Ο φανατικός αντικομμουνιστής, ο πράκτορας της Ιντέλιτζενς σέρβις,  που  ήταν πλέον και αντιβασιλικός, αφού έχασε την εκτίμηση των βασιλέων και των συνεταίρων τους! Παρά τη νίκη  στις εκλογές, δύο φορές παρακαλώ, του απαγόρεψαν τις Παραστάσεις στο Εθνικό Θέατρο και οι Χαβαλιέδες αποφάσισαν να τις διεκδικήσουν στους δρόμους.
Οι συγκρούσεις με χωροφύλακες, αστυνομία και παρακρατικούς ήταν ανηλεείς,  κάθε μέρα και όλη μέρα! Ο καιρός όμως  περνούσε και η κόπωση κατέβαλε τόσο τις δύο πλευρές, ώστε η μισή Χαβαλιέ να αναζητά «έναν δεκανέα να τη σώσει» και η άλλη μισή να ανησυχεί, μήπως  «ο δεκανέας βρεθεί»!
Οι γνωρίζοντες, μέσα κι έξω απ’ τη Χαβαλιέ, ήξεραν πως δεκανέας δεν υπήρχε, υπήρχαν όμως Πολέμαρχοι πολλοί, μεγάλοι και μικροί. Συνταγματάρχες και στρατηγοί, που  έβλεπαν  το ίδιο όνειρο. Να «σώσουν» τη Χαβαλιέ.
Οι «μικροί» ήξεραν τα πάντα για τους «μεγάλους», οι «μεγάλοι» όμως…Τίποτα για τους «μικρούς». Όλοι μαζί, αποτελούσαν το απάνθισμα των αποβρασμάτων του Χαβαλιέδικου στρατού, που υποδέχτηκαν με λουλούδια τις ορδές του Φιρφύρερ στον τελευταίο πόλεμο και οργάνωσαν αργότερα τις συμμορίες των ταγματαλητών, που πρόσφεραν στον κατοχικό στρατό, τεράστιες υπηρεσίες!

……………………………………………………………………………

 ……………………………………………………………………………
 
……………………………………………………………………………

Ο Θίασος της Χαβαλιέ, αποτελούνταν πια αποκλειστικά από Γελωτοποιούς, που όριζε η Θεοφρίκη! Ξεχώριζε ανάμεσα τους, ο Καλοτυχάκης από την Κρήτη, που είχε πολλά ράμματα για τη γούνα του Πλανόλαου και του γιου του, Αντρέεφ.
Κάποια στιγμή, ο Μπαχαρόπουλος, θείος του Αλή Καραμάν, τελειώνει τους Παλιάτσους και ορίζει εκλογές για τον πέμπτο μήνα του 1967. Στην μακρινή Αμερική όμως, όλοι συμφωνούν πως το Εθνικό Θέατρο της Χαβαλιέ, πρέπει να αναλάβουν οι Πολέμαρχοι! Διαφωνούν βέβαια στο μέγεθος, μιας και άλλοι θέλουν τους μικρούς και άλλοι τους μεγάλους!!
Οι τελευταίοι είναι πολύ αναβλητικοί και ο Φρενοπαπαντό, ηγέτης των μικρών, γίνεται έξαλλος! Με το δίκιο του, αφού η σύγκριση της τεχνογνωσίας του, μ’ αυτήν των μεγαλόσχημων, ήταν εντελώς άνιση. Χρόνια Ταγματασφαλίτης στα περίχωρα της Καλαμάτας και μετά έμμισθος υπάλληλος της Σι Άϊ  Έϊ, ήταν σαφώς πιο κατάλληλος από τους λαπάδες στρατηγούς!
Τη νύχτα εκείνη,  οι μικροί Πολέμαρχοι έπιασαν στον ύπνο τους μεγάλους, το Παλάτι, τον Πλανόλαο και τον Αντρέεφ, Αριστερούς και Δημοκρατικούς, τους σκύλους, τις γάτες και ότι άλλο κινιόταν στη Χαβαλιέ.
……………………………………………………………………………

Χάραζε 21 του Απρίλη και οι Συνταγματάρχες  είχαν  σχέδιο για όλους και για όλα, μα  το σημαντικότερο,  Δεν είχαν αντίπαλο.  Έκαναν παρέλαση, χωρίς να συναντήσουν την παραμικρή αντίσταση!
Βρήκαν τη χώρα «ευνουχισμένη», μ’ ένα λαό που ήξερε να αγωνίζεται, δεν είχε όμως κανένα να τον οδηγήσει. Τις  ώρες, που τα άρματα των Πολέμαρχων αυλάκωναν τους δρόμους της Αθήνας, η «Αυγή»,το έντυπο όργανο της Ε.Δ.Α19, κυκλοφορούσε με πρωτοσέλιδο «Να γιατί δεν πρόκειται να γίνει δικτατορία»!!
Ευτυχώς οι Πολέμαρχοι δεν είχαν χιούμορ και τη  μάζεψαν απ’ τα περίπτερα, μαζί  με τις άλλες φυλλάδες.Αν είχαν, θα υποχρέωναν το τυπογραφείο σε συνεχείς εκδόσεις και θα μοίραζαν τα φύλλα δωρεάν!


……………………………………………………………………………
Η "ΑΥΓΗ" της 21Απρίλη 1967!!!
Στις προτεραιότητες  των συνταγματαρχών, ήταν η περικύκλωση  του παλατιού της Θεοφρίκης  που βρισκόταν στο Ψυχικό, αλλά και των μεγάλων ανακτόρων του Τσουτσεκιού, στο ειδυλλιακό Τατόϊ. Μόλις τους είδε  ο Κοκός  στην αυλή, σίγουρος πως δεν ήταν σταλμένοι απ’ τους «μεγάλους» -των οποίων επικεφαλής ήταν ο ίδιος-,  ήρθε σε επαφή με  τον Αμερικάνο αρχιπράκτορα!
«Το και το …  Εμείς δεν είχαμε κανονίσει κάτι για απόψε, άρα … Ποιοι είναι αυτοί;» «Μην κουνηθείτε από τη θέση σας Μεγαλειότατε!», είπε δήθεν έκπληκτος εκείνος. Λίγη ώρα μετά, ο αρχηγός των χαφιέδικης  Αμερικάνικης υπηρεσίας , βρισκόταν στην πύλη των ανακτόρων. Διέκρινε στο μισοσκόταδο τον επικεφαλής Πολέμαρχο, που γνώριζε από παλιότερες συνεργασίες.
«Ντίαρ μαϊ φρεντ Κελέκας! …Χάου αρ γιου;».
«Φάιν, φάιν!…», απάντησε ο άλλος και τον ενημέρωσε στα γρήγορα και σε άπταιστα Χαβαλιεδο-Αμερικάνικα. «Κάνε δουλειά σου…Κάνε δουλειά σου...», είπε στον παλιό σύντροφο ο Αμερικάνος και αποχώρησε, γράφοντας στα παλαιότερα των υποδημάτων του, τον δήθεν βασιλέα!

……………………………………………………………………………
"ΘΑΥΜΑ" της ¨ΟΛΥΜΠΙΑΚΗΣ" με τα λεφτά του Ελληνικού Λαού. Φυσικά δανεικά και αγύριστα.
Στο Ψυχικό και  στα σαλόνια της Θεοφρίκης, είχε φωταψίες. Η βασίλισσα, η κόρη της, δύο Ισπανίδες πριγκίπισσες και οι κυρίες των τιμών, ξύπνησαν έντρομες από το θόρυβο των θωρακισμένων αρμάτων.
«Είναι φανερό, στασίασαν οι Κομμουνιστές!», ούρλιαξε η Θεοφρίκη.
Ταραχή μεγάλη κατέλαβε  τις κυρίες, όμως σχεδόν αμέσως ακούστηκε μια αντρική φωνή, να λέει από τον διπλανό προθάλαμο: «Ποιοι Κομμουνιστές κυρά μου; Εμείς είμαστε και βρισκόμαστε εδώ για να σας προστατέψουμε»
Ήταν ο αρχηγός της φρουράς, που της  ανατέθηκε η φύλαξη της Θεοφρίκης για κείνη τη νύχτα. Η βασίλισσα γύρισε, τον κοίταξε και αναρωτήθηκε: «Αν είναι έτσι, από ποιον να μας προστατέψετε;»
Μεταξύ μας, αυτή τη φορά είχε δίκιο. Γρήγορα όμως «βρήκε» τον καλό της εαυτό κι απλώνοντας το χέρι, τον έπιασε από το μπράτσο και τον οδήγησε στην κουζίνα. «Έλα!...Έλα να σου φτιάξω ένα καφεδάκι, να ξεκουραστείς!!»
Δεν είχε ξαναγίνει στην παγκόσμια μυθιστορία των βασιλιάδων, μια βασίλισσα να φτιάχνει καφέ, σ’ ένα πολεμαρχάκι!!  Ο τύπος εκστασιάστηκε και αφέθηκε στα χέρια της βασιλομήτορος. Λίγα λεπτά μετά, τον άφησε να ρουφάει τον καφέ του κι αυτή έστειλε μήνυμα με κάποιον  έμπιστο, στο Τσουτσέκι της. Ο έμπιστος, μόλις έφτασε στην πύλη των ανακτόρων στο Τατόϊ, τα ξέρασε όλα κι από δω πάνε κι άλλοι!
……………………………………………………………………………


Διαχρονικές οι σχέσεις των Λαμπράκηδων (ΔΟΛ) με τη διαπλοκή και την ανωμαλία. Όσο για τον Ψυχάρη; Φανατικός οπαδός της Χούντας και κουμπάρος του Υπουργού Τύπου.
Τα  άρματα κυλούσαν στους δρόμους της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, καταλαμβάνοντας επίκαιρα σημεία. Φρουροί έμπαιναν σε όλους τους μαζικούς χώρους, ακόμη και σε σχολεία! Η προφητεία του Εδαϊτη  Ηλιού, ενός πραγματικά σοφού ανθρώπου, πριν λίγους μήνες στο Σπίτι της Σκέψης, επιβεβαιώθηκε απόλυτα. 
«Ποιος θα απαγορέψει στον Φρενοπαπαντό, να σηκωθεί ένα πρωί και να συλλάβει 10.000 ανθρώπους;»
Μόνο τυχαίο δεν ήταν το όνομα που εκστόμισε ο Ηλιού, ούτε φτωχό το βιογραφικό του. Δεν ήταν μόνο Ταγματασφαλίτης και χαφιές των Αμερικάνων,  αλλά και  δικαστής του Μπελογιάννη και βασανιστής φαντάρων στον Έβρο, για το «στήσιμο» ψεύτικου σαμποτάζ «…υπό των Ερυθρών»! Όσο για την προφητεία; Δέκα χιλιάδες ήταν περίπου οι Χαβαλιέδες, που  έπιασαν με τις πιζάμες οι Πολέμαρχοι,  μέχρι να ξημερώσει!
ΕΛΛΑΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ
Στην αρχή βούτηξαν όποιον Αριστερό είχε κάνει τη  βλακεία, να ξεμυτίσει απ’ την κρυψώνα του, στις μέρες του Πλανόλαου. Ύστερα, άρπαξαν πολλούς από τους «Κεντρικούς» και στο τέλος, επειδή είχαν λυσσάξει τελείως, έβαλαν στη  φυλακή και μερικούς δικούς τους!
Μάλιστα … Μάλιστα! Τους ίδιους που τους έκαναν Πολέμαρχους και πολλές φορές είχαν συνεργαστεί στο παρελθόν για τον κοινό σκοπό, την εξόντωση δηλαδή των Αριστερών και πάσης φύσεως Δημοκρατών! Άλλωστε και τους βασιλιάδες, στους οποίους ορκίζονταν τόσα χρόνια, χεσμένους τους είχαν και τα παζάρια αναμένονταν σκληρά!
Όσο για τους συλληφθέντες, είναι αλήθεια πως έπαθαν πολλά «ατυχήματα» εκείνη την εποχή. Όλα τελείως συμπωματικά!  Άλλοι κουτούλησαν πάνω σε σφαίρες, άλλοι σε κλομπς και  σιδερολοστούς, κάποιοι ανακάλυψαν τα  εξτρίμ σπορτς και προσπάθησαν να μετρήσουν τα βάθη των γκρεμών και των θαλασσών και άλλοι στη διάρκεια των «διακοπών», εγκατέλειψαν  τον μάταιο αυτό κόσμο, με ανακοπές και εγκεφαλικά.
Από την «τσιμπίδα» των συνταγματαρχών δεν γλίτωσε ούτε ο Πλανόλαος, όπως και ο Ηλιού, τον οποίο τίμησαν δεόντως για την πετυχημένη  προφητεία του. Ο πιο σημαντικός απ’ τους δικούς τους ήταν ο Μπαχαρόπουλος, λες και αν τον είχαν ελεύθερο, θα τους έκανε «νταντά».
Μακάρι όμως το «λάθος» να είχε περιοριστεί στον Μπαχαρόπουλο. Οι κουφιοκεφαλάκηδες Πολέμαρχοι έβαλαν στην φυλακή  διάφορους «νερόβραστους» και αδιάφορους Χαβαλιέδες, από τους οποίους φυσικά και δεν κινδύνευαν. Κατάφεραν έτσι να τους ηρωοποιήσουν στα μάτια των πολιτών, αφού τους προίκισαν με τίτλους αντιστασιακούς, που  δεν αμέλησαν να εξαργυρώσουν   στην υπόλοιπη ζωή τους. Καμιά σχέση φυσικά, με τους παρακάτω εικονιζόμενους!

Σπύρος Μουστακλής


Αλέξανδρος Παναγούλης


Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά: Το «Δημοκρατική», ήταν η δήλωση νομιμοφροσύνης των μελών του φορέα  της Αριστεράς, για να μπορούν να συμμετέχουν στη «δημοκρατία» των Μαυρομούρηδων, του Αλή Καραμάν και της Θεοφρίκης. Στη «δημοκρατία» των  Χαβαλιέδων πρακτόρων της Αμερικής και της Αγγλίας και των   δωσίλογων  κατοχικών συνεργατών της Γερμανίας!! «Ανάγκα…», όμως «…και θεοί πείθονται»

Διάβασε περισσότερα ... »