Χαβαλιέ

Η Χαβαλιέ είναι η Ελλάδα του Μουρμούρα, των γεννημένων Μύθων, μα και των κατασκευασμένων.

Είναι η δική μας Ελλάδα, μα και η Ελλάδα των Βιαστών και των ατάλαντων Θεατρίνων της.

Ένας παλιός Κομμουνιστής, ένας μάγκας απ’ το Βαρδάρι και ένα «παιδί» της Μεταπολίτευσης, κατηγορούν και απολογούνται, περηφανεύονται και ντρέπονται, αναλαμβάνουν το μερτικό που τους ανήκει, στα καλά και στα άσχημα, γιατί όπως λέει και ο πρώτος «Τίποτα δεν προέρχεται από παρθενογένεση».

Το «χθες» και το «σήμερα» ανακαλύπτουν πως είναι συγγενείς, παλιοί εραστές που χάθηκαν, μάνες που χώρισαν από τις κόρες και γιοί από τους πατεράδες.

Καλλιτέχνες και Παλιάτσοι, συγκρούονται για μια θέση στο «σανίδι». Περίεργοι Πολέμαρχοι δίνουν αποκλειστικές παραστάσεις και προσφέρουν στους θεατές κονιάκ με πάγο και κοκτέιλ από λάδι και ρετσίνι.

Παράδεισοι γίνονται μπουλόνια και λαμαρίνες και άλλοι σώζονται από γάτες.

Στη «δική μου Σαλονίκη», το πρώτο βιβλίο της «Χαβαλιέ που τη λέγανε Ελλάδα», ζωντανεύει μια άλλη Θεσσαλονίκη, που λίγοι γνωρίζουν.

Η Σαλονίκη του Ξενοφώντα και των φίλων του, που κοκκινίζει από ντροπή, μα και από ζωή. Μπερδεμένη ανάμεσα σε κόκκινα λαμπάκια και κόκκινες σημαίες, ξεχασμένη από την άλλη πόλη, ψάχνει για χρόνια να βρει ταυτότητα και δεν τη βρίσκει, γιατί έχει πολλές.

Μακρινοί οδοιπόροι από τη Μικρασία, τον Πόντο, την Ανατολική Ρωμυλία, την Πόλη και την ρημαγμένη ενδοχώρα, σμίγουν με τους ντόπιους και φτιάχνουν νέες κοινότητες.

Γλυκαίνουν τους ουρανίσκους με σάμαλι και ζεσταίνουν τα παγωμένα μέλη με σαλέπι.

Στροβιλίζονται σε λάσπες και χώματα, φτιάχνοντας παράγκες από υλικά σκόρπια και δεύτερο χέρι.

Βλέπουν Εβραίους να ξεσπιτώνονται και συγκρούονται με ταγματασφαλίτες.

Συναντούν κυρίες που είναι πόρνες και πόρνες που είναι κυρίες. Απορούν για την βασίλισσα που εξολοθρεύει χωρικούς, μα διαλέγει έναν απ’ αυτούς και τον κάνει κυβερνήτη.

Ακόμα πεταλώνουν άλογα στη Ραμόνα, όταν δέχονται πεσκέσι ένα διαστημόπλοιο. Το στέλνουν οι φίλοι από τη Ρωσία κι ας είναι οι Πολέμαρχοι στην εξουσία.

Ψωνίζουν «ευκαιρίες» στο Βαρδάρι, μα δεν ξεχνούν τον Άρη:

«Δεν βαριέσαι….Όλα τα γουρούνια την ίδια μούρη έχουν»

Χαβαλιέ…..Ένα παραμύθι, πιο αληθινό από την ιστορία τους

Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

Ο Georgaki, στη λυσσαλέα του επίθεση κατά των Χαβαλιέδων, δεν περιορίστηκε στη λεηλασία των εισοδημάτων τους, αλλά προσπάθησε με κάθε τρόπο να τους αποκόψει και από παραδοσιακές- καθημερινές απολαύσεις, που ομόρφαιναν τη ζωή τους και χαλάρωναν τα νεύρα τους.
Πρώτος στόχος το τσιγάρο! Αποφάσισε να τους το κόψει μια για πάντα και για να το καταφέρει, κατέστρωσε σχέδιο που τα είχε όλα.
Χλευασμό και περιφρόνηση από το Χαζοκούτι, για τους «εγκληματίες»- καπνιστές!
Πίεση  στους υπόλοιπους Χαβαλιέδες,  να τους προπηλακίζουν και καταδίδουν!
Δημιουργία νόμων που προβλέπανε βαριά πρόστιμα, για όποιον κάπνιζε σε δημόσιο χώρο, αλλά και όποιον του επέτρεπε να το κάνει!
Όποιος δεν είχε να πληρώσει, οδηγούνταν σε φυλακές ύψιστης ασφάλειας!
Διπλασιασμός της τιμής των τσιγάρων, ώστε μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού να αδυνατεί να  αγοράσει και η ψυχολογική, άρα και η βιολογική του εξόντωση να επισπεύδεται!
Ούτε στα Μνημόσυνα, που το κονιάκ, ο καφές και το τσιγάρο είναι αυτονόητα, δεν επέτρεπε το κάπνισμα ο Georgaki!
Μετά απ’ αυτά, ο κοινωνικός ιστός της Χαβαλιέ άρχισε να διαρρηγνύεται και οικογένειες να διαλύονται.
Το τσιγάρο όμως δεν ήταν σαν τα άλλα, που κατάπιανε αμάσητα οι Χαβαλιέδες και το αντάρτικο φούντωσε.

Πολλά τα όπλα του Georgaki, πολλά όμως και τα αντίστοιχα των «καταραμένων» καπνιστών.
Επισκέψεις μόνο σε καφενεία και ταβέρνες, που τους προμήθευαν κυπελάκι με νερό αντί σταχτοδοχείου!
Φουμάρισμα καπνού από σακούλα που ήταν φτηνότερος και όταν κι αυτός ακρίβυνε, αγορές από τους παραγωγούς με το κιλό!
Αδασμολόγητα πακέτα σε φορτηγά, που μπαινόβγαιναν  στα σύνορα για μερικές ώρες[Για ξεκάρφωμα] κι ύστερα πουλιόταν σε χαμηλές τιμές, στις πλατείες της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης.

Καμιά επανάσταση όμως δεν μπορεί να πετύχει και να ριζώσει, αν δεν έχει ιδεολογικό περίβλημα και οι σοφοί της Χαβαλιέ ανέλαβαν να τη «ντύσουν» μ’ αυτό, αλλά και να οπλίσουν τους επαναστατημένους με  επιχειρήματα.
«Πόσες χιλιάδες τσιγάρα κάπνισε ο Ντοστογιέφσκι για να γράψει τους ‘ δαιμονισμένους’;»
«Πόσα πούρα ο Φρόιντ για την ‘Ερμηνεία των ονείρων’;»
«Αίνιγμα δεν είναι ο καπνιστής αλλά ο αντικαπνιστής και μάλιστα αυτός που δεν δοκίμασε ποτέ»
«Υγεία σημαίνει πρωτίστως, ευεξία και διάθεση να χρησιμοποιείς την υγεία σου τόσο, ώστε να τη φθείρεις»
«Το πιο εύκολο πράγμα είναι να κόψεις το τσιγάρο. Εγώ το έχω κόψει εκατό φορές»
«Και η μνήμη βλάπτει σοβαρά την υγεία, κόβεται όμως; Κι αν κοβόταν τι ζωή θα ζούσαμε;»

Όσο για το «Σαντέ»; Τι να πρωτοπεί κανείς για το «Σαντέ»;
Για το όμορφο πακέτο του; Για την πανέμορφη μοιραία του; Για το χαρμάνι του;
Για προβλήματα που λύνει και δεν πάει το μυαλό του ανθρώπου;


«Ο αγώνας ήταν ζωής και θανάτου και οι ποδοσφαιρικές ομάδες βγήκαν στο γήπεδο με πίστη για τη νίκη.
Οι παίκτες της λιγότερο ικανής, ήταν αποφασισμένοι να χτυπήσουν στο ψαχνό και το έδειξαν από το πρώτο λεπτό. Και ο διαιτητής όμως, δεν είχε σκοπό να κάνει τα στραβά μάτια κι έψαξε τις κάρτες του.
Μόνο που τα αλάνια, είχαν φροντίσει να του τις κλέψουν από τα αποδυτήρια!
Άρχισε να φωνάζει…  Ένα Σαντέ γαμ… την Πανα…  Έχει κανείς ένα Σαντέ;
Ένας γεράκος του άπλωσε το πακέτο κι αυτός το άρπαξε. Γύρισε στο κέντρο του γηπέδου και έδειξε την κόκκινη …κάρτα στους βαρβάρους!»

Η επανάσταση των καπνιστών πέτυχε! Με μεγάλες απώλειες αλλά πέτυχε και ο Georgaki συνέχισε να κολυμπά στο Betadine του!


Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Η Χαβαλιέ που την έλεγαν Ελλάδα»


Τα σχετικά με το ιδεολογικό περίβλημα της επανάστασης των καπνιστών και το «Σαντέ», είναι από το βιβλίο «15 συγγραφείς και ένα μυθικό τσιγάρο». Εκδόσεις Ύψιλον1998.
Διάβασε περισσότερα ... »

Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2016

Στις ταβέρνες με τα φαγητά μας

 
- Οι ταβέρνες Αλέξανδρε, άρχισαν πλέον να γεμίζουν και μάλιστα πουλώντας στους πελάτες τα δικά τους φαγητά και όχι νοικιάζοντας τα πιάτα τους!
-Μα τι λες παππού; Νοίκιαζαν οι ταβέρνες τα πιάτα τους;
-Ναι παιδί μου. Απίστευτο ακούγεται, είναι όμως αληθινό. Όσο τραγική κι αν είναι μια εποχή, έχει και την αστεία πλευρά της. Άκου να δεις πως γινόταν. Πήγαινε που λες η οικογένεια στην ταβέρνα,  «στρώνονταν» στις καρέκλες, πάντα με τον ανάλογο θόρυβο κι αμέσως μετά ……
 «Γκαρσόοον…, γκαρσόοον!...». Δυνατά παλαμάκια συνόδευαν την κραυγή!
 Ο σερβιτόρος τσακίζονταν να τρέξει κοντά τους, για να σταματήσουν τις «οχλοκρατικές εκδηλώσεις» κι έπαιρνε παραγγελιά:
«Λοιπόν γράφε! Δυο πατάτες τηγανητές, μια χωριάτικη, ένα μπουκάλι ρετσίνα με δυο ποτήρια, δυο πορτοκαλάδες για τα παιδιά και τέσσερα πιάτα  άδεια»!
Η παραγγελιά είχε γίνει πρόβα στο σπίτι πολλές φορές, πριν ξεκινήσουν για την ταβέρνα, με σκοπό να εκτιμηθεί με ακρίβεια το κόστος της εξόδου!
 Ο σερβιτόρος αποχωρούσε χωρίς να κάνει «κιχ», γιατί αν έκανε , «χαιρέτα τους πελάτες σου που χάνονται».
Όταν έφερνε τα πιάτα, πατέρας και μάνα έριχναν κλεφτές ματιές δεξιά κι αριστερά κι αφού  βεβαιώνονταν πως δεν τους βλέπουν, λες και δεν έκαναν όλοι το ίδιο, γέμιζαν τα κενά με ντολμαδάκια, κεφτεδάκια, μελιτζάνες, κολοκυθάκια και άλλα προτηγανισμένα, αδειάζοντας τα τάπερς  που είχαν βγάλει από την τσάντα της μαμάς!
-Αν είναι δυνατό;!


-Καλάαα!… Κακομελέτα κι έρχεται!

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Η Χαβαλιέ που την έλεγαν Ελλάδα»
Διάβασε περισσότερα ... »

Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2016

Στα χρόνια της Αριστεράς

 
 …. Έτσι κι έγινε. Γύρω στις 12 το μεσημέρι, κάτσαμε σ’ ένα τραπέζι και   παραγγείλαμε ουζάκια.
Το μάτι μου έπεσε σε μια ντάνα φυλλάδες, στοιβαγμένες στη γωνιά. Έπιασα μερικές και τις έφερα στο τραπέζι.
Ήταν ίδιες με τις φυλλάδες που διαβάζαμε στην ταβέρνα, στη Χώρα.
Δεν άντεξα στον πειρασμό: « Συγνώμη… Φυλλάδες του Καραμάν, δεν  σας φέρνουν;»
Ο γέρος παράτησε την φωτιά και τους μεζέδες που  ετοίμαζε και με ευελιξία έφηβου βρέθηκε από πάνω μου!
« Γιατί; Καραμανικός είσαι;», βρυχήθηκε!
Σοκαρίστηκα. Το ξεπέρασα όμως γρήγορα και τον διαβεβαίωσα γελώντας:
«Όχι μπάρμπα, όχι! Καμιά σχέση! Απλά μου έκανε εντύπωση το γεγονός, πως και στο χωριό και εδώ, βρίσκω φυλλάδες πράσινες, βρίσκω φυλλάδες κόκκινες, βρίσκω φυλλάδες μωβ, μα ούτε μία του Αλή Καραμάν.
Γέλασε κι αυτός ανακουφισμένος!
«Δυό λεπτά να αποψήσω και θα σας τα εξηγήσω όλα»

Τα μεζεδάκια έφτασαν, τα ποτήρια ξαναγέμισαν και στο τραπέζι γίναμε τρείς.
-Εδώ στο νησί, τα προβλήματα που αντιμετωπίζαμε εκείνα τα χρόνια, ήταν πολλά και δύσκολα.
Το μεγαλύτερο, η έλλειψη του νερού. Νερό που μας  έφερνε το καράβι, μόνο που  πολλές φορές περνούσε και μήνας, για να «πιάσει» στην Ανδροφλόγα. Τον δε χειμώνα,  δύο και τρεις μήνες!
Μερικές φορές δεν είχαμε ούτε να πιούμε, πόσο μάλλον για να ποτίσουμε.
Το αποτέλεσμα;  Ούτε μια ντομάτα…Ούτε  ένα αγγουράκι!
Μια μέρα, στα χρόνια του Μαυρομούρη Κονιακά, ένα καράβι  του πολεμικού ναυτικού, «έπιασε» στο νησί.
Καράβι που δεν είχε νερό, μα φορτίο περίεργο και ασυνήθιστο. Φορτίο ανθρώπινο και σιδηροδέσμιο, που με  συνοδεία  χωροφυλάκων βγήκε στο λιμάνι και πήρε τον ανήφορο για το χωριό.
Το νέο διαδόθηκε αστραπιαία και «όλο το νησί» μαζεύτηκε γύρω τους!
 Για ποιά εγκλήματα άραγε  τους τιμωρούσαν;
 Ο αρχιφύλακας ήταν ξεκάθαρος:
« Είναι κομμουνιστές. Εχθροί του έθνους και της πατρίδας. Θα μείνουν στα παραπήγματα. Λυμένοι. .. Αν μπορούν, ας φύγουν κολυμπώντας!...».
«Εξορία…», ψιθύρισαν οι γεροντότεροι.
«Πάρε-δώσε μαζί τους, απαγορεύονται. Ούτε καλημέρα!», διέταξε.
Γίνεται όμως αυτό; Μπορείς να συναντάς κάποιον δέκα φορές τη μέρα και να του γυρνάς την πλάτη;
 Οι επαφές δεν άργησαν και η κουβέντα, κάποια στιγμή έφτασε στο νερό.
Δυό απ’ αυτούς ήταν γεωλόγοι, κάποιοι άλλοι εμπειρογνώμονες και  από την επόμενη κιόλας μέρα, άρχισαν προσπάθειες  να μας ξεδιψάσουν.
Τους λυπόμασταν, για τον άδικο όπως πιστεύαμε κόπο τους. Και  όμως, λίγο καιρό αργότερα είχαμε πηγάδια και μάλιστα αρκετά!
Ο σπόρος των «Mιασμάτων» -Κομμουνιστών είχε πιάσει στην Ανδροφλόγα κι ας ήταν άγονο το έδαφος!.
 Πράγμα που δεν φάνηκε  στα «μαύρα» χρόνια, όμως μετά τη Χούντα, δεν βρίσκεις εδώ   τέτοιες φυλλάδες, ούτε τέτοιες ψήφους»



Απόσπασμα από το βιβλίο «Η Χαβαλιέ που την έλεγαν Ελλάδα». Η καρτ-ποστάλ που χρησιμοποίησα σαν εικόνα, είναι παραχώρηση του φίλου Κώστα και η ηλικία της 15 χρόνια νεότερη από τους γεωλόγους και τους ραβδοσκόπους μας. 
Διάβασε περισσότερα ... »

Ένα Κόκκινο αυγό για τους… Εγγλέζους!

Ο Ξενοφώντας ανέβηκε στην ταράτσα, κρατώντας μια κούπα με καφέ κι έκατσε στην καρέκλα του. Δεν μπορούσε να βγάλει απ’ το μυαλό τον Μουρμούρα, που είχε εξαφανιστεί! Τηλέφωνο δεν είχε και η ανεύρεση του άγγιζε τα όρια του αδύνατου! Ήπιε μια γουλιά, άναψε τσιγάρο και το βλέμμα αγκάλιασε τις κορφές των κυπαρισσιών. Βυθίστηκε στις σκέψεις του.

Ήταν Ιούνιος του 1941, όταν κυκλοφόρησε η «Ελευθερία». Ο ανθόκηπος, που ζούσε ο Κανάκης, ήταν κολλημένος στο κοιμητήριο της Αγίας Παρασκευής. Δούλευε εκεί παρέα με τον Μορφόπουλο, παριστάνοντας τον γεωπόνο. Σ’ ένα σπιτάκι, σε σχήμα γάμα, ανάμεσα σε βολβούς και σε φυτά, εγκαταστάθηκε το τυπογραφείο!
Έσκαβαν καιρό, βγάζοντας το χώμα κουβά-κουβά, για να σχηματίσουν έναν τεράστιο λάκκο, που γέμισε με το ογκώδες παλιό πιεστήριο, που έφερε ο Κανάκης με κάρο από το Ντεπό! Ο Μάρκος Βαφειάδης του έδωσε ένα πιστόλι, που είχε μόνο μία σφαίρα και προορίζονταν για τον ίδιο! Αν χρειαστεί ν’ αυτοκτονήσει!
Δεν χρειάστηκε και με την συντροφιά του Αλεξανδρόπουλου, του Κατσούλη και του Δουλγερίδη, δούλευαν εκεί μέσα μέχρι τον Οκτώβρη του ‘44. Η παρουσία και του Μορφόπουλου, συχνή και τακτική.
Για το φαγητό τους και τη διανομή των εντύπων, φρόντιζαν οι αντιστασιακοί νέοι της περιοχής. Νέοι που οι συναντήσεις τους με τους καθοδηγητές, για την οργάνωση και την εκτέλεση επιχειρήσεων κατά του εχθρού, γίνονταν πάντα στον ανθόκηπο. Το τοπικό ΕΑΜ, που είχε ιδρυθεί στην καρδιά των Αμπελόκηπων, έδινε τα συνθήματα στα παιδιά κι αυτά γέμιζαν τη νύχτα τους τοίχους των σπιτιών, με τις γραφές τους.
Η αστυνομία, σα να μην είχε αλλάξει τίποτα στο γκουβέρνο της χώρας, υπηρετούσε πιστά τώρα πια τους Γερμανούς κι έψαχνε να βρει τους γραφιάδες των συνθημάτων! Άπειρα τα μπλόκα ξένων και προδοτών για να τους πιάσουν, αλλά του κάκου! Όλα τα σπίτια ήταν ανοιχτά για να τους κρύψουν, μιας και είχαν μπει για τα καλά στο πνεύμα της αντίστασης!
Οι νεαροί γέμιζαν τις αυλές των σπιτιών με την «Ελευθερία», αλλά μάζευαν και τρόφιμα, δήθεν για τους τέσσερις Εγγλέζους, που είχε κρυμμένους ο Μορφόπουλος! «Δώσε μου γιαγιά κάτι φαγώσιμο για τους Εγγλέζους!»
«Τι να σου δώσω καλό μου; Ένα παξιμάδι έχω η έρμη για το μεσημέρι!»
«Καλά… Γειά σου!...»
Βάδισε προς την έξοδο σκεφτικός και η γριούλα όμως σκεφτόταν:
«Στάσου!...Πλησίασε να ακουμπήσω πάνω σου…»
Έβαλε η γριά το δεξί της χέρι στον ώμο του Ξενοφώντα για να στηριχτεί και πάτησε στην καρέκλα. Άπλωσε το αριστερό στο εικονοστάσι και κατέβασε ένα κόκκινο αυγό από το Πάσχα.
« Πάρτο παιδί μου, να το δώσεις στους Εγγλέζους!»
Στις 13 Οκτώβρη του ‘44, Γερμανοί και ταγματασφαλίτες έκαναν ντου στον ανθόκηπο κι έγινε μάχη. Ο Δουλγερίδης σκοτώθηκε. Ο Κανάκης άρπαξε τον τραυματισμένο Κατσούλη και διέφυγε, αλλά και ο Μορφόπουλος κατάφερε να φτάσει σε συγγενικό σπίτι, αν και τραυματισμένος.
«Οι Άγγλοι φυγαδεύτηκαν», ήταν η φήμη που κυκλοφόρησε!
Λίγες βδομάδες αργότερα, οι Άγγλοι ξανάρθαν, στην πραγματικότητα αυτή τη φορά! Σαν Οχτροί!! Τακίμιασαν με τους ίδιους συνεργάτες, που είχαν οι Γερμανοί και χτύπησαν τους ίδιους, που χτυπούσαν και οι Γερμανοί!
«Καθάρματα!...», μουρμούρισε ανάμεσα στα σφιγμένα δόντια του ο Ξενοφώντας, 65 χρόνια μετά!


Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Η Χαβαλιέ που την έλεγαν Ελλάδα» 
Διάβασε περισσότερα ... »

Το Κόκκινο Κάστρο της Σαλονίκης

Αφιερωμένο στους αγωνιστές από το Κόκκινο Καΐστρι και τους Αμπελόκηπους της Σαλονίκης. 


-Και στο Κάστρο, Ξενοφώντα; Τι γινόταν στο Κάστρο εκείνα τα χρόνια;
-Αχ Φαίδρα μου!...Και τι δεν γινόταν;… Τι να πει κανείς και τι ν’ αφήσει;
Αγώνας για  επιβίωση, αντάμα με  αγώνα για ελευθερία.
Αδιάκοπη και αγωνιώδης προσπάθεια για λίγη τροφή και αδιάκοπος και ανηλεής πόλεμος με τους Μαυρομούρηδες, χωρίς όρια!
Αυτοί αφού «ξεμπέρδεψαν» με τους Εβραίους, στράφηκαν ενάντια σε όποιον δεν προσκυνούσε, δεν συμμαχούσε ή υποπτεύονταν πως είχε  κάποιο αντικείμενο αξίας, που τον υποχρέωναν να  τους δώσει για να αποφύγει τη σύλληψη ή να εξαγοράσει την ελευθερία του!
Το Κάστρο ήταν από τις «αγαπημένες» τους περιοχές, αφού γνώριζαν πως πολλοί κάτοικοι ήταν μέλη του Απελευθερωτικού Μετώπου, είχαν όμως και εντολές από τις ειδικές υπηρεσίες των Γερμανών, να δείχνουν ιδιαίτερο ζήλο στις γειτονιές μας!
Θυμάμαι πολλά, δυό όμως με έχουν σημαδέψει και δεν περνά βδομάδα να μη τα θυμηθώ, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο!
Πρώτον τον πατέρα μου, που  έφτιαχνε παπούτσια για τους χωρικούς του κάμπου της Σαλονίκης, από δέρματα που του έφερναν οι ίδιοι, με αντάλλαγμα ρύζι, φακές, αλεύρι  και ότι άλλο μπορούσε να φαγωθεί.
 Εμείς σωθήκαμε απ’ τα παπούτσια του μαστρο-Αριστείδη, πολλοί όμως συμπολίτες  «χάθηκαν» από την πείνα, με τον πιο άδικο και οδυνηρό τρόπο.
Εικόνες που δεν  μπορείς να ξεχάσεις, όσα χρόνια και αν ζήσεις!
Ήταν  όμως  κι ένα γεγονός, τυχαίο μπορώ να πω, που η ανάμνηση του γλυκαίνει την ψυχή μου!
Στα όρια του συνοικισμού με  τα χωράφια, μετά το κτήμα του μπάρμπα-Ηλία, ήταν ο καφενές του Στέλιου, που οι Ταγματασφαλίτες θεωρούσαν δικό τους άνθρωπο κι  έκαναν στέκι  το μαγαζί του.
Οι υπόλοιποι τον απέφευγαν, όπως ο διάολος το θυμίαμα!
Τα παιδιά όμως μπαινοβγαίναμε ελεύθερα και όλο και κάποιο θέλημα κάναμε για τους πελάτες του μαγαζιού και όλο και μια σοκολατίτσα ‘κονομούσαμε, που δεν έλειπε απ’ τα καθάρματα.
Εκείνο το μεσημέρι, ένας απ’ αυτούς μου εξηγούσε  πως θα φτάσω σ’ ένα πορνείο της Μπάρας, που δούλευε η ερωμένη του, βάζοντας μου στην τσέπη ένα σημείωμα και στο χέρι μια Γερμανική σοκολάτα.
Με το Αριστερό όμως αυτί, εγώ  άκουγα κι άλλα!
Η ομήγυρη χαμογέλασε με κατανόηση, για το…Αριστερό αυτί του Ξενοφώντα. Έκανε πως δεν κατάλαβε και συνέχισε:
-Άκουσα έναν  Μαυρομούρη πίσω από την πλάτη μου, να εκμυστηρεύεται στον καφετζή,  πως είναι έτοιμοι να βάλουν χέρι σε μια λίστα με ονόματα Αριστερών, που είναι κρυμμένη στο νερό!
 Προσπάθησα με διάφορες προφάσεις να κερδίσω χρόνο, μήπως και καταφέρω ν’ ακούσω κάτι παραπάνω, για τη λίστα και το νερό!
Του κάκου! Ο «κερατάς» μόνο έπινε. «Άκρα του τάφου σιωπή»!
Βγήκα στο δρόμο και κατηφόρισα για τη Ραμόνα, «σπάζοντας» το κεφάλι μου  να συνδέσω το χαρτί με το νερό!
Ξαφνικά, είδα μπροστά μου το Λουτρό15!
 «Αυτό είναι!…Αυτό είναι!  Η λίστα είναι εδώ και οι ώρες του Σάββα  μετρημένες…», σκέφτηκα και μπούκαρα!
«Κύριε Σάββα…», του είπα ψιθυριστά, «…οι Μαυρομούρηδες και οι Γερμανοί…».
«Μα τι λες παιδί μου; Είσαι καλά;», αντέδρασε ο Σάββας, κάνοντας πως δεν καταλαβαίνει.
  Πρόσεξα  όμως πως έγινε κατακόκκινος [βγήκε το μέσα, έξω δηλαδή….] και σιγουρεύτηκα πως δεν έκανα λάθος! Γύρισα την πλάτη και συνέχισα τον δρόμο μου.

Στην επιστροφή, το Λουτρό ήταν κλειστό!
Την άλλη μέρα τα «Μαύρα» συνεταιράκια «λύσσαξαν», γιατί ο Σάββας έγινε «πουλάκι» και όχι  μόνο αυτός!
Στο Λουτρό δεν βρήκαν τίποτα, αφού ο φίλος μας φρόντισε να μην αφήσει ίχνη και οι Μαυρομούρηδες  φάνταζαν σαν άγρια θεριά, που τους ξέφυγε το θήραμα!
Η χαρά και η περηφάνια μου ήταν μεγάλες, δεν μπορούσα όμως   να τις μοιραστώ με κανέναν , για πάρα πολλά χρόνια.

Η Γιωργία έσκυψε στο πλευρό του και τον φίλησε.
Ο Μουρμούρας φανερά συγκινημένος, τον έδειξε με το δάχτυλο και φώναξε:
-Γι’ αυτό είπε την ιστορία! Για να εισπράξει φιλί, ο μπαγάσας!
-Μπορείς να σκάσεις ελεύθερα! Δεν πρόκειται να σε εμποδίσει κανείς, τον «κάρφωσε» ο Ξενοφώντας.
Η Γιωργία φίλησε και τον Δημητρό, ενώ όλοι ξεσπούσαν σε γέλια και χειροκροτήματα!

* Λουτρό:  Τούρκικο δημόσιο λουτρό, που γκρεμίστηκε 25 περίπου χρόνια  μετά.

Διάβασε περισσότερα ... »

Είμαστε Όλοι Πρόσφυγες

-Τρέξε Παναγιώτη!...Κουράγιο άντρα μου!…. Άντε λίγο ακόμη να φτάσουμε τον αραμπά!...
Η λυγερόκορμη Μαρία παρότρυνε τον άντρα της να βάλει τα δυνατά του,  να προλάβει το κάρο που προπορεύονταν, να φορτώσει τον μπόγο που κουβαλούσε στην πλάτη και  δυό ξύλινες βαλίτσες που κρατούσε στα χέρια του.
Η ίδια, με  ένα χέρι έσφιγγε στον κόρφο  τη μικρή Αγγελική και με το άλλο έσερνε ένα αυτοσχέδιο καροτσάκι, φορτωμένο μαγειρικά σκεύη και τρόφιμα.
Ο ήλιος έκαιγε τα πρόσωπα  κι ο ιδρώτας ανακατεύονταν με τη σκόνη, φτιάχνοντας ένα κοκτέιλ που ξέραινε τα λαρύγγια,  τόσο που δυσκολεύονταν να αναπνεύσουν.
Είχαν περάσει κιόλας 24 ώρες απ’ τη στιγμή που έφυγαν απ’ το Ντεμήσι, την κωμόπολη του βιλαετιού της Σμύρνης, για να προλάβουν τους Τσέτες που όλο και πλησίαζαν.
Ήξεραν πως απ’ αυτούς, δεν γλύτωνε κανείς!
Ατέλειωτο ανθρωπομάνι σαν τεράστιο κοπάδι μυρμηγκιών, σκούραινε με την παρουσία του το φως του καλοκαιριού και όλο και μεγάλωνε κάθε φορά που πλησίαζε σε χωριό ή  κωμόπολη του τεράστιου κάμπου.
Σαν ευλογία δέχονταν τις στάσεις του καραβανιού, για να πάρουν μιαν ανάσα, να πιούν δυό γουλιές νερό, να θηλάσουν οι μανάδες τα μωρά.
Αμέσως μετά, ο φόβος διαδέχονταν την ανακούφιση και τα βλέμματα χάνονταν στο βάθος του δρόμου, τρέμοντας μη δουν τον εφιάλτη, που ούτε στιγμή δεν έβγαινε απ’ το  μυαλό τους! 
Η  Σμύρνη φάνηκε στον ορίζοντα και οι ελπίδες  αναπτερώθηκαν.
Βρήκαν μέσα τους καινούργιες δυνάμεις και ο ένας εμψύχωνε τον άλλο:
«Άντε μωρέ και φτάσαμε!....Άντε παιδιά και τα βάσανα μας τέλειωσαν…»
Αλίμονο! Τα βάσανα τους δεν είχαν καν αρχίσει!
Έντρομοι οι πιο παρατηρητικοί απ’ αυτούς, πρόσεξαν το μαύρο σύννεφο πάνω απ’ την πόλη και οι ανάσες  βάρυναν ξανά.
«Πάμε…», είπε κάποιος ξεψυχισμένα. «…Πάμε μήπως και προλάβουμε…»
Στην παραλία,  χιλιάδες άνθρωποι προσπαθούσαν να μπουν σε βάρκες, με προορισμό ένα καράβι που θα τους ταξίδευε στη σωτηρία.
Κανείς δεν έβλεπε  τα κάλλη της πόλης, που τους μάγεψαν στο παρελθόν!
Μόνο την ελπίδα έβλεπαν, την προσδοκία ένοιωθαν για τη σωτηρία, το φευγιό και τίποτα άλλο!
Οι βάρκες πηγαινοέρχονταν  και τα καράβια ήταν εκεί, μα η κατάληξη των μικρών τους διαδρομών, δεν ήταν πάντα η επιβίβαση!....

Οι Πολιτισμένοι  Φίλοι μας…
«Τον έχω μάθει απ’ έξω αυτό το διάλογο, δεν θέλω να τον ξεχάσω ποτέ.
Τον απαγγέλω σε όσους μου μιλάνε για διεθνείς φιλίες, για συμμαχίες, για τις μεγάλες οικογένειες που θα μας αγκαλιάσουν, να γίνουμε κάποτε ένα.
Περί της συνομιλίας των δυό ναυάρχων πρόκειται, του Γάλλου και του Εγγλέζου, των φίλων μας ντε, που συζητούσαν απολαμβάνοντας το θέαμα της καιόμενης Σμύρνης και των απελπισμένων!»

-Πως βλέπετε τα πράγματα κύριε συνάδελφε, κύριε κυβερνήτα[;], ρώτησε ο Γάλλος.. Ομολογώ ότι δεν το αντέχω να αφήνω τόσο κόσμο αβοήθητο, να πνίγεται μπροστά στα μάτια μου. Φοβάμαι ότι οι τύψεις θα παρακολουθούν τα όνειρα μου. Θα βλέπω εκατοντάδες χέρια να προβάλλουν μέσα απ’ το νερό και να ζητάνε βοήθεια. Θα συνοδεύουν τον ύπνο μου οι χιλιάδες κραυγές της ανθρώπινης απελπισίας. Κι εγώ να παρακολουθώ με σταυρωμένα τα χέρια, δεσμευμένος από τις εντολές της κυβερνήσεως μου.
Τον διάλογο διέκοψε ο υποπλοίαρχος:  «Κύριε ναύαρχε, με όλο το σεβασμό, σας υποβάλλω ομόφωνο αίτημα του πληρώματος….»
Ο ναύαρχος κατάλαβε, ενώ συγχρόνως  φωτίστηκε το πρόσωπο του από μια λαμπρή ιδέα. Γύρισε στο συνάδελφο του:
-Τζέϊμς, τι λες; Πάμε στο πλοίο σου για λίγο; Σου χρωστώ την ανταπόδοση της επίσκεψης σου!
Μετά είπε στον υποπλοίαρχο:
-Εγώ θα λείπω και δεν βλέπω τίποτα!

Λίγο αργότερα ο Εγγλέζος ξεναγούσε τον Ανρί στο  καράβι του.
-Δεν σε καταλαβαίνω φίλε μου. Τι λυπάσαι απ’ αυτούς τους υπανάπτυκτους ανατολίτες; Όλοι ίδιοι είναι! Λαοί αναλώσιμοι, πιόνια στην πραγματοποίηση των σχεδίων μας. Αφήνουμε άλλοτε να νικούν οι μεν και άλλοτε οι δε, ανάλογα με τα συμφέροντα μας!
Όταν νικάνε με την έγκριση μας, τότε τους παινεύουμε και λίγο και τους αφήνουμε να καμαρώνουν πως τάχα είναι ήρωες!

…Και οι…Ντόπιοι
Λίγο  μετά το μεσημέρι, οι πρώτοι Τσέτες πάτησαν στη Σμύρνη.
Εκατοντάδες πτώματα γέμισαν τη θάλασσα, απ’ αυτούς που χτύπαγαν οι περισσότεροι ναύτες των ναυάρχων και δεν άφηναν ν’ ανέβουν στα καράβια!
Τους επιπλέοντες αποτέλειωναν οι Τούρκοι, με ξύλα και σπαθιά.
Ο Παναγιώτης με τη Μαρία του και την Αγγελικούλα, ήταν τυχεροί.
Σάλταραν σε βάρκα Αμερικάνικου καραβιού, που έλεγχε ο σπουδαίος πρόξενος της μεγάλης χώρας, που έκανε δική του πολιτική,  εκδίδοντας εκατοντάδες Αμερικάνικα διαβατήρια σε Έλληνες και Αρμένιους, διαβατήρια που δεν ήταν για ταξίδι, μα για την ίδια τη ζωή!
Τους στοίβαξαν στον Πειραιά και περίμεναν να αποφασίσουν που θα τους στείλουν. Βρώμικοι, πεινασμένοι, ρακένδυτοι, σαν πληγωμένα αγρίμια που περίμεναν μόνο ένα θαύμα ή μάλλον…. Δεν περίμεναν ούτε αυτό!
Το βυζί της Μαρίας είχε ματώσει, γιατί δεν είχε πια γάλα και ο Παναγιώτης έψαχνε χωρίς να ξέρει τι, φοβούμενος όμως να απομακρυνθεί και χάσει από τα μάτια του,  γυναίκα και  παιδί.
Κάποιες  κυρίες, άψογα ντυμένες, πλησίασαν  προσφέροντας ένα μπουκάλι γάλα,  μη κρύβοντας  την αηδία τους στη θέα των προσφύγων και προσέχοντας ιδιαίτερα μη τις αγγίξουν!
Το σαπιοκάραβο ήταν ξέχειλο από ανθρώπινα κορμιά, κουρασμένα, άψυχα, παρατημένα. Στη θέση των ματιών δυό βαθουλώματα, που μέσα τους δεν είχαν τίποτα! Ώρες ολόκληρες στραμμένα στην ίδια κατεύθυνση, άλλα στη θάλασσα κι άλλα στον ουρανό. Ακίνητα, γιατί δεν έψαχναν τίποτα, δεν περίμεναν τίποτα…Δεν ελπίζαν  τίποτα!



ΥΓ: Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Η Χαβαλιέ που την έλεγαν Ελλάδα» και έχει το θράσος να πιστεύει πως κάποτε θα εκδοθεί. Οι Πρόσφυγες είναι οι δικοί μου πρόσφυγες. Ο παππούς, η γιαγιά και η μάνα μου. Όπως δικοί μου είναι και οι τωρινοί, οι αυριανοί και οι παντοτινοί πρόσφυγες. Ανάθεμα σε όποιον τους στοχοποιεί! 
Διάβασε περισσότερα ... »