Χαβαλιέ

Η Χαβαλιέ είναι η Ελλάδα του Μουρμούρα, των γεννημένων Μύθων, μα και των κατασκευασμένων.

Είναι η δική μας Ελλάδα, μα και η Ελλάδα των Βιαστών και των ατάλαντων Θεατρίνων της.

Ένας παλιός Κομμουνιστής, ένας μάγκας απ’ το Βαρδάρι και ένα «παιδί» της Μεταπολίτευσης, κατηγορούν και απολογούνται, περηφανεύονται και ντρέπονται, αναλαμβάνουν το μερτικό που τους ανήκει, στα καλά και στα άσχημα, γιατί όπως λέει και ο πρώτος «Τίποτα δεν προέρχεται από παρθενογένεση».

Το «χθες» και το «σήμερα» ανακαλύπτουν πως είναι συγγενείς, παλιοί εραστές που χάθηκαν, μάνες που χώρισαν από τις κόρες και γιοί από τους πατεράδες.

Καλλιτέχνες και Παλιάτσοι, συγκρούονται για μια θέση στο «σανίδι». Περίεργοι Πολέμαρχοι δίνουν αποκλειστικές παραστάσεις και προσφέρουν στους θεατές κονιάκ με πάγο και κοκτέιλ από λάδι και ρετσίνι.

Παράδεισοι γίνονται μπουλόνια και λαμαρίνες και άλλοι σώζονται από γάτες.

Στη «δική μου Σαλονίκη», το πρώτο βιβλίο της «Χαβαλιέ που τη λέγανε Ελλάδα», ζωντανεύει μια άλλη Θεσσαλονίκη, που λίγοι γνωρίζουν.

Η Σαλονίκη του Ξενοφώντα και των φίλων του, που κοκκινίζει από ντροπή, μα και από ζωή. Μπερδεμένη ανάμεσα σε κόκκινα λαμπάκια και κόκκινες σημαίες, ξεχασμένη από την άλλη πόλη, ψάχνει για χρόνια να βρει ταυτότητα και δεν τη βρίσκει, γιατί έχει πολλές.

Μακρινοί οδοιπόροι από τη Μικρασία, τον Πόντο, την Ανατολική Ρωμυλία, την Πόλη και την ρημαγμένη ενδοχώρα, σμίγουν με τους ντόπιους και φτιάχνουν νέες κοινότητες.

Γλυκαίνουν τους ουρανίσκους με σάμαλι και ζεσταίνουν τα παγωμένα μέλη με σαλέπι.

Στροβιλίζονται σε λάσπες και χώματα, φτιάχνοντας παράγκες από υλικά σκόρπια και δεύτερο χέρι.

Βλέπουν Εβραίους να ξεσπιτώνονται και συγκρούονται με ταγματασφαλίτες.

Συναντούν κυρίες που είναι πόρνες και πόρνες που είναι κυρίες. Απορούν για την βασίλισσα που εξολοθρεύει χωρικούς, μα διαλέγει έναν απ’ αυτούς και τον κάνει κυβερνήτη.

Ακόμα πεταλώνουν άλογα στη Ραμόνα, όταν δέχονται πεσκέσι ένα διαστημόπλοιο. Το στέλνουν οι φίλοι από τη Ρωσία κι ας είναι οι Πολέμαρχοι στην εξουσία.

Ψωνίζουν «ευκαιρίες» στο Βαρδάρι, μα δεν ξεχνούν τον Άρη:

«Δεν βαριέσαι….Όλα τα γουρούνια την ίδια μούρη έχουν»

Χαβαλιέ…..Ένα παραμύθι, πιο αληθινό από την ιστορία τους

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2016

Ο Εθνάρχης

Έκατσε στο γραφείο κι έβαλε το κεφάλι ανάμεσα στις παλάμες του. Σουρούπωνε και η κίνηση στο μαγαζί ήταν είδος εν ανεπαρκεία, όπως και τις προηγούμενες ώρες, τις περασμένες μέρες, τις τελευταίες βδομάδες. 
Το προσωπικό είχε περιοριστεί σε τρία άτομα κι αυτά κυνηγούσαν συνήθως μύγες, όταν τις εύρισκαν. Ο Αλέξανδρος είχε βρει τα πατήματα του στο Ρέθυμνο και η Φαίδρα συνέχιζε τη ζωή της στο Παρίσι, ευχαριστημένη όσο ποτέ άλλοτε.
Η δουλειά και οι τακτικές αφίξεις του Ξενοφώντα τζούνιορ, ήταν οι αιτίες της ευδαιμονίας της. Στο μαγαζί όμως…
Ο Γιάννης στριφογύρισε στην καρέκλα και το μυαλό του γύρισε πίσω. Τον ξεκούραζαν τα ταξίδια στον χρόνο, αν και ήξερε πως είναι επικίνδυνα. Όσο συχνότερα «φεύγεις» στο παρελθόν, τόσο πιο άδειο είναι το παρόν και τόσο δυσοίωνο το μέλλον!
  
Δευτέρα βράδυ στο ταβερνάκι του Γιώργη του Σερραίου και η μοναδική παρέα στο εσωτερικό του, ήταν η παρέα του Γιάννη. Ο ταβερνιάρης κουράστηκε να κόβει βόλτες, σαν την άδικη κατάρα και κατευθύνθηκε στο τραπέζι των παιδιών:
-Να κάτσω;
-Και το ρωτάς; Φέρε το ποτήρι σου, να βάλω ρετσίνα.
Το ποτήρι έφτασε, γέμισαν και τα υπόλοιπα και τσούγκρισαν.
-Θέλετε να σας πω την ιστορία του αρχηγού από το Κιούπκιοϊ; Πως ξεκίνησε και πως…
-Όχι!...’Οχιιιι!...Απέρριψαν εν χορώ  την  πρόταση τα παιδιά, κάνοντας γκριμάτσες αποστροφής και πανικού!
-Μην είστε κολλημένοι βρε…Οι άνθρωποι πρέπει να μαθαίνουν, ειδικά όταν είναι νέοι και όχι μόνο γι’ αυτούς που αγαπούν, μα πιο πολύ για τους εχθρούς τους.
Πήρε την σιωπή τους για συγκατάθεση και….

  
-Μια νύχτα σκοτεινή, ένα μανιασμένο πλήθος με αναμμένους πυρσούς στα χέρια, έτρεχε στα σοκάκια των Σερρών, σαπίζοντας στο ξύλο όποιον «Δημοκρατικό» απαντούσε στο διάβα του.
Κάποιος  νέος, ευσταλής και ωραίος, ξεχώριζε ανάμεσα τους.
Αλή-Καραμάν, το όνομα του και δικολάβος το επάγγελμα του.
Οι κακές γλώσσες όμως λένε, πως χαρτί δικολάβου δεν είχε και άλλες ακόμα πιο κακές, πως το πήρε αργότερα, που κανείς  δεν τολμούσε να του αρνηθεί.   Όταν το αλαφιασμένο πλήθος  ξεμπέρδεψε με τις χειροτονίες των αντιφρονούντων, μαζεύτηκε σε «βασιλικό» καφενείο, να ξαποστάσει
- Είχε και αντιβασιλικά καφενεία στις Σέρρες.
-Φυσικά όχι, Γιάννη μου… Ούτε στις Σέρρες, ούτε κάπου αλλού στη Χαβαλιέ!
Ο Καραμάν όμως, είχε άλλο μαράζι.
«Δεν πάει άλλο εδώ. Όλο με ταπεινές δουλειές καταγινόμαστε… Βαρέθηκα τα ίδια και τα ίδια, χωρίς καμιά προοπτική».
«Και τι σκέφτεσαι να κάνεις;», τον ρώτησε ένας συναγωνιστής.
«Το αποφάσισα… Αύριο φεύγω για την Αθήνα. Κάτι μου λέει πως εκεί θα βρω το πεπρωμένο μου».
 Εκείνη τη νύχτα, οι μισοί τουλάχιστον Χαβαλιέδες στριφογύριζαν στα κρεβάτια τους, αδυνατώντας να κλείσουν μάτι! Δεν μπορούσαν όμως να φανταστούν πως αυτή τη νύχτα, σφραγίζονταν η ιστορία της Χαβαλιέ, με το όνομα Αλή-Καραμάν, για εξήντα περίπου χρόνια!
 Την επομένη  ανέβηκε στο τρένο και  γραμμή για την Αθήνα.
Έφτασε κατάκοπος, ύστερα από 15 ώρες ταξίδι και μπήκε στο πρώτο ξενοδοχείο που βρήκε μπροστά του.
Πήρε μερικές ανάσες, έκανε το μπανάκι του και κίνησε να βρει κάποιον γνωστό απ’ την πατρίδα, να τον βοηθήσει στα πρώτα του βήματα.
Που αλλού, παρά στα γραφεία της φυλής, εκεί που μαζεύονταν όλοι οι  «υγιώς σκεπτόμενοι» Χαβαλιέδες.
 Δεν μάσησε τα λόγια του : «Θέλω  ραντεβού με τη βασίλισσα».
Τον κοίταξε σαν τρελό! «Μα τι μου λες τώρα;…»
«…Νομίζεις ότι όποιος κατεβαίνει από το χωριό, μπορεί να βλέπει τη βασίλισσα;».
«Εγώ δεν είμαι όποιος κι όποιος κι αυτό πρέπει να το μάθει».
Μέρες και μέρες «έψαχνε» το ραντεβού, που θ’ άλλαζε τη μοίρα του[και πολλών άλλων], μέχρι που τα  κατάφερε!
Το «έκλεισε» ένας Μαυρομούρης, που κάτι του ‘λεγαν τα φρύδια του Αλή-Καραμάν και αποφάσισε να  επενδύσει σ’ αυτά!
Σε μια βδομάδα, περνούσε τις πύλες του παλατιού.
Ο αρχιθαλαμηπόλος τον υποδέχθηκε φορώντας την επίσημη στολή και του είπε να περιμένει. Το γκονγκ ακούστηκε και  ένας υπηρέτης  έκανε νεύμα:
«Περάστε παρακαλώ, η Μεγαλειότητά της σας περιμένει».
Όλες οι τρίχες του Καραμάν σηκώθηκαν όρθιες. Το ένοιωθε πως έφτασε η στιγμή, η μία και μοναδική, που καθορίζει τη ζωή ενός ανθρώπου.
 Ίσιωσε το κορμί  και προχώρησε, ακολουθώντας τον υπηρέτη.
 Eίδε στο κέντρο της αίθουσας, να τον περιμένει στο πόδι (!) μια μεγαλοπρεπής γυναίκα, με  κορώνα στο κεφάλι, ένα μανδύα δεκαεφτά μέτρα και πλατύ χαμόγελο.
 Βλέποντας τον λεβεντόκορμο νέο, το χαμόγελο πάγωσε στα χείλη της και ζέστη, αφόρητη ζέστη την έλουσε από τα μάτια  μέχρι τους αστραγάλους!
Η βασίλισσα Θεοφρίκη, άρχισε να λιώνει σαν παγωτό κάτω από καυτό ήλιο, στη θωριά του Αλή Καραμάν, με τα μπαλκονάτα φρύδια!
Κατάλαβε την ταραχή της και οι ρόλοι τους  άλλαξαν αυτόματα.

«Παρακαλώ, καθίστε», της είπε και έδειξε το θρόνο!!
«Ναι …Ναι …», τραύλισε εκείνη και του έδειξε με τη σειρά της μια πιο  ταπεινή πολυθρόνα, τρία μέτρα πιο πέρα.
Άρχισε σιγά-σιγά να βρίσκει την αυτοκυριαρχία της και τίναξε το πηγούνι προς τα πάνω, όπως αρμόζει σε μια βασίλισσα.
Ο Αλή έκανε ετεροχρονισμένα μια βαθειά υπόκλιση, είπε το όνομα του και φίλησε το δεξί της χέρι.
«Σε τι οφείλεται η επίσκεψη σας αγαπητέ μου κύριε;».
 «Σ’ έναν και μοναδικό λόγο… Να σας υπηρετήσω!».
Λίγη ώρα μετά, η βασίλισσα ειδοποίησε τον αρχιθαλαμηπόλο της αυλής και τον διέταξε:
«Ενημέρωσε τον Θιασάρχη, ότι ο Αλή-Καραμάν πρέπει να παίξει οπωσδήποτε στον Θίασο. Θέλω σήμερα κιόλας, να του βρει έναν καλό ρόλο».
Ο άνθρωπος από τις Σέρρες  υποκλίθηκε,  ξαναφίλησε το δεξί της χέρι και αποχώρησε πισωπατώντας.
 Ήταν το ξεκίνημα μιας  σπουδαίας καριέρας, κατά την οποία  ανέλαβε διάφορους ρόλους και τους υποδύθηκε όλους με επιτυχία. Το αποκορύφωμα όμως, ήταν όταν ανέλαβε υπεύθυνος των εργολάβων της Χαβαλιέ.
Έβγαλε πολύ καλά λεφτά με εκείνο το ρόλο, σε σημείο μάλιστα που να κατεβάσει ολόκληρη την οικογένεια από το χωριό και να την βολέψει  στην πρωτεύουσα.
Αργότερα, με τη «μαγιά» που τους έδωσε ο Αλή, δραστηριοποιήθηκαν στον επενδυτικό τομέα και βολεύτηκαν μια για πάντα.
Έγραψαν ιστορία οι φωνές των ΕΔΑϊτών, για τον παράνομο πλουτισμό των συγγενών του Αλή. Συγγενείς που έκαναν τη διαδρομή Βουλιαγμένη-Σούνιο και όπου εύρισκαν καλό χωράφι, κάρφωναν τη ταμπέλα τους και το κατοχύρωναν!! Πολλοί  λένε, πως έκαναν και άλλες διαδρομές.

Ο Γιάννης έκανε στάση στο «ταξίδι» του και ψιθύρισε: «Αχ ρε Γιώργη…Που να το φανταζόσουν πως δεκαετίες μετά, κάποιος Αλέξης Ξετσίπας θα προσκύναγε το Μαυσωλείο του Καραμάν και θα ζήταγε συγγνώμη από τον ανιψιό του, για τις φωνές των Πολιτικών του προγόνων!!!!»

Μια μέρα σκάει σαν βόμβα η είδηση, πως ο στρατάρχης- Θιασάρχης των «Υγιών», ο Παμφάγος με το όνομα, άφησε τις Καλές Τέχνες και πέταξε για  ψηλότερα.
Στους ουρανούς αυτή τη φορά!
Η διαδικασία διαδοχής  άρχισε άμεσα, κάποιος όμως χτύπησε την  πόρτα του Καραμάν και δεν ήταν ο βοριάς!
«Η βασίλισσα σας περιμένει στο παλάτι».
«Πως θα σου φαινόταν αν σε έκανα Θιασάρχη;», τον ρώτησε και τα μάτια της γυάλιζαν περίεργα.
«Θα το κάνεις αυτό για μένα;», αντιρώτησε με φωνή τρεμάμενη.
 Την άλλη μέρα ίδρυσε νέα φυλή, με την επωνυμία «Εθνικοί Κεφαλοσπάστες».
 Τα πρώτα υλικά ήταν τα γνωστά παλιά και ασφαλή, με τα οποία είχε χτιστεί και η προηγούμενη. Κλέφτες, βιαστές, μαχαιροβγάλτες, οπαδοί του Φιρφύρερ και πάνω απ’ όλα Βασιλικοί!
Τα επόμενα, άνθρωποι που ήθελαν να έχουν ήσυχο το κεφάλι τους, λαστιχομέσηδες και συνωμότες που δήλωναν «Υγιείς», ήταν όμως βαριά  «άρρωστοι»!
Αμέσως μετά, αποφάσισε να αξιοποιήσει  ένα θαμμένο- από τα παιδικά του χρόνια- ταλέντο, που σκίρτησε μέσα του όταν ανέλαβε την επιστασία των εργολάβων και δεν ήταν άλλο από την ιδιαίτερη ικανότητα του στα μαθηματικά!
«Πλην» του έδινες, «συν» το έπαιρνες! Ανεργία έβρισκε, έλλειψη εργατικών χεριών παρέδιδε! Έλλειμμα είχε, πλεόνασμα παρουσίαζε!  Όλα αυτά με το δικό του τρόπο και τη δική του μυστική συνταγή.
Είχε φτάσει όμως η ώρα, να προσαρμόσει το ταλέντο του, στις ανάγκες των εκλογών.
Κανένα πρόβλημα για τον Αλή.
Πρώτοι οι «Κεντρικοί» στις εκλογές, δεύτεροι οι «Κεφαλοσπάστες».
132 ηθοποιούς οι «Κεντρικοί», 165 οι «Κεφαλοσπάστες»,»!!!!!
Έτσι κέρδιζε όλες τις εκλογές ο αστέρας μας και αν τα μαθηματικά δεν έφταναν, μεγάλωνε  την πίεση στους κακομαθημένους ιθαγενείς, με τις επίλεκτες και «Υγιείς» δυνάμεις του, που κρατούσαν από τον καιρό των Γερμανών!
Αν ούτε αυτό ήταν αρκετό, τότε η νεκρανάσταση χιλιάδων Χαβαλιέδων, έδινε την τελική λύση! Ήταν αρκετή μια δίωρη έξοδος από τους τάφους τους, που  επέτρεπε να πεταχτούν μέχρι τα εκλογικά τμήματα, να ψηφίσουν τον Αλή Καραμάν και να επιστρέψουν στο αιώνιο σκοτάδι. Έτσι κι αλλιώς διαφορά δεν καταλάβαιναν, αφού και πάνω σκοτάδι εύρισκαν!
Παράλληλα, οι φίλοι και πιστοί του συνεργάτες, έτρωγαν με χρυσά κουτάλια, αφού η Αμερική δεν σταματούσε να στέλνει δολάρια και αυτοί με τη σειρά τους, να τα στέλνουν στη Ελβετία!
Στη Χαβαλιέ, η πλεύση των «φελλών» είχε πλέον επισημοποιηθεί.
Ούτε στα σκουπίδια της γειτονιάς του, μπορούσε να δουλέψει ο  «άρρωστος» Χαβαλιές!
 Έτσι, με τους αποκλεισμούς από την εργασία και την αρπαγή των δολαρίων  από τους «ημετέρους»,  η ανεργία σάρωνε και οι Χαβαλιέδες έπαιρναν των οματιών τους.
Έμπαιναν σε τρένα, σε καράβια και  ότι άλλο έβρισκαν  και όπου φύγει-φύγει. Άλλοι στο Αμέρικα, άλλοι στην Αυστραλία, άλλοι στη Γερμανία και αρκετοί στο Ερμαφρόδιτο, που είναι στη μέση της Ευρώπης και έχει πολλές στοές.
Κάποια στιγμή κι ενώ είχε φύγει ο μισός ενεργός πληθυσμός, οι μισοί απ’ αυτούς που έμειναν, ήταν και πάλι άνεργοι!
Κάπως έτσι ο Αλή Καραμάν, πέτυχε το περίφημο οικονομικό θαύμα, με λαό ρακένδυτο και εξαθλιωμένο, τη Χαβαλιέδικη οικογένεια διαλυμένη και στα πέρατα του κόσμου διασκορπισμένη!
Όμως όλες οι «ωραίες» ιστορίες έχουν πικρό φινάλε κι έτσι μια νύχτα της άνοιξης του 1963, οι επίλεκτες δυνάμεις, που λέγαμε, χωρίς να τον ρωτήσουν αυτή τη φορά, δολοφόνησαν στη Σαλονίκη τον ξεχωριστό Γρηγόρη Λαμπράκη και έβαλαν φωτιά στα μπατζάκια του. 
Ο Καραμάν έπαθε Αλτσχάϊμερ, νόμιζε πως τον έλεγαν Πενηντάφυλλο, μπήκε σ’ ένα  αεροπλάνο και η καριέρα του φάνηκε πως έλαβε τέλος.

Δυστυχώς όμως, δεν έλαβε! Άντε γειά μας, παιδιά!

Διάβασε περισσότερα ... »

Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2016

Η Κομμουνιστική επανάσταση του 14ου αιώνα

Όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, Κομμουνιστική εξέγερση στην Χαβαλιέ είχε ξανασυμβεί και μάλιστα στην Θεσσαλονίκη και μερικούς αιώνες πριν την ανακάλυψη του Κομμουνισμού!!
Γύρω στα 1300, ο Γρηγόρης ο Παλάμης, μοναχός και σπουδαίος λόγιος, ιδρύει την κίνηση των «Ησυχαστών», που λέει σε όλους να αποδεχτούν τα κοινωνικά τετελεσμένα,  αδικία-εκμετάλλευση-ανισότητα! Να κάτσουν ήσυχοι δηλαδή, όπως προϊδέαζε και ο τίτλος της κίνησης.
Μιας κίνησης, που η δημιουργία της δεν ήταν καθόλου τυχαία, αφού στην πόλη η αδικία, η εκμετάλλευση και η ανισότητα ξεπέρασαν κάθε όριο και  κυοφορούσαν τον σπινθήρα  που απειλούσε με κοινωνική έκρηξη.
Είχε όμως ικανό αντίπαλο. Ο Βαρλάμης, μοναχός κι αυτός, λάτρης του αρχαίου Χαβαλιέδικου κόσμου, ούτε ν’ ακούσει ήθελε  τις δοξασίες του Παλάμη.
Η σύγκρουση δεν άργησε και μόνο θρησκευτική δεν ήταν.
Οι «Ζηλωτές», η κίνηση του Βαρλάμη, ξεσηκώθηκαν. Λεηλάτησαν τα σπίτια του διοικητή και των πλουσίων και πήραν την εξουσία στα χέρια τους.
Η Πόλη, η μία και μοναδική στον κόσμο, ήταν κι αυτή διχασμένη.
Ο Καντακουζηνός ήταν με τους «έχοντες» και ο αντίπαλος του στην διεκδίκηση του θρόνου Καύκαλος, με τους «Ζηλωτές».
Οι πλούσιοι και οι ιερείς της πόλης, χρησιμοποίησαν κάθε μέσο για να γκρεμίσουν τους οπαδούς του Βαρλάμη, αλλά έφαγαν τα μούτρα τους.
Κάλεσαν Σλάβους και Τούρκους, τους εχθρούς δηλαδή της πόλης, για να συντρίψουν τους φτωχούς!!
Πολλοί απ’ αυτούς, πλήρωσαν με τις ζωές τους την προδοσία.
Εφτά χρόνια όμως μετά, οι διεκδικητές του θρόνου της Πόλης  τα «βρήκαν» μεταξύ τους και η αντεπανάσταση κατά των «Ζηλωτών» επιβλήθηκε.
Ο φιλόσοφος του «σφάξε με αγά μου ν’ αγιάσω», Γρηγόρης Παλάμης, δικαιώθηκε και δοξάσθηκε διαχρονικά  από τους  «έχοντες και κατέχοντες», μέχρι που στο τέλος έγινε και Μητρόπολη!

Και ο αγώνας  όμως των Ζηλωτών δεν  πήγε  χαμένος και η απαίτηση τους για δήμευση των μεγάλων ιδιοκτησιών και εισοδημάτων, πλουσίων και εκκλησίας, έγινε  το όραμα κάποιων Κομμουνιστών, που εμφανίσθηκαν αιώνες αργότερα!

Διάβασε περισσότερα ... »

Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2016

Η Γεωργία

Ο Ξενοφώντας χαιρετούσε τις πόρ@#ς μία-μία, καθώς έκανε τη βόλτα του κι  αυτές  ρωτούσαν η μια την άλλη, πίσω από την πλάτη του:
«Καλέ, που βολεύει τις ανάγκες του, αυτός ο ομορφούλης;»
«Όπου και να τις βολεύει, νταβατζής θα γίνει ή Κομμουνιστής!»,  η «πληρωμένη» απάντηση από τη «φιλοσοφημένη» της παρέας.
Ήξεραν πως δεν τον είχε «πάρει» καμιά τους. Αν είχε συμβεί, δεν θα το κρατούσε βέβαια μυστικό.
Το μυστικό το είχε ο Ξενοφώντας, που το είχε αποφασίσει: «Εγώ με που@#α, δεν ξεπαρθενιάζομαι»
Εύκολο να το λες εκείνη την εποχή, μα άντε να το κάνεις, που έτσι κι έλεγες καλημέρα σε κορίτσι, έπρεπε να το παντρευτείς, εκτός αν ήταν «του σκοινιού και του παλουκιού»!

Ζορίζονταν πολύ ο Ξενοφώντας και οι μάγκες σαν αυτόν, δεν πρέπει να ζορίζονται.
 Παπούτσια είχε,  τα δεκαοκτώ τα είχε κλείσει και μια ιδέα γυρόφερνε στο μυαλό του, τον τελευταίο καιρό.
Έβαλε στην τσέπη πέντε μεροκάματα, που ‘κανε συνεχόμενα στα «Λαδάδικα» και κίνησε για την ανατολική Θεσσαλονίκη.
Είχε ακούσει πως οι άνθρωποι εκεί ήταν πιο χαλαροί και τα κορίτσια πιο λεύτερα.
Από την άλλη βέβαια, δεν γνώριζε κανέναν από «την άλλη πλευρά», ώστε ν’ αρχίσει από κάπου βρε αδελφέ…
«Δεν πάει στο διάολο», σκέφτηκε. «Πάω και βλέπω. Ο θεός βοηθός».
Κατέβηκε από το λεωφορείο στο «Στρατηγείο» και πήρε με το πόδι το δρόμο της Βασίλισσας της Όλγας.
Χάζευε τα υπέροχα σπίτια, πραγματικά παλάτια στα μάτια του και ξέχασε το λόγο της  «εκστρατείας» του.
 Έστριψε αριστερά και τα «παλάτια» χάθηκαν. Τα κτήρια που έβλεπε τώρα, τον έκαναν να νοιώθει πιο οικεία.
Κορίτσια στο δρόμο δεν είχε, προς μεγάλη του απογοήτευση.
 Ξαφνικά, ένα κόκκινο λαμπάκι του τράβηξε την προσοχή.
«Αμάν! Έχει και ‘δω τέτοια;»
Προσπάθησε να το περάσει βιαστικά. Κοντοστάθηκε.
«Δεν πειράζει μωρέ, να ρίξω μια ματιά. Στο κάτω-κάτω, δεν θα πάω’ κιόλας!»
Μπήκε δειλά στο μισοσκότεινο σαλονάκι. Ερημιά! Ούτε ένας!
Ήταν περιποιημένο και δεν μύριζε σαν αυτά που ήξερε.
Κίνησε να φύγει, αλλά σαν μάγισσα ξεπρόβαλε μπροστά του, η «τσατσά»!
«Καλώς το παλικάρι, καλώς το λεβέντη! Κάτσε... Η κοπέλα έρχεται αμέσως. Είναι πολύ όμορφη... Θα σ’ αρέσει!».
«Η κοπέλα….», σκέφτηκε. «Θα εμφανιστεί καμιά γριά, πιο μεγάλη απ’ αυτήν και τη λέει κοπέλα!»
Και όμως. Ήταν σαν τα κρύα τα νερά! Ένα μισόγυμνο μελαχρινό μπουμπούκι, με πανέμορφο πρόσωπο και δυο μαύρα μάτια που  έκαιγαν.
«Δεν είναι δυνατό! Τι δουλειά έχει αυτός ο άγγελος εδώ;»
Έσπρωξε με το δεξί της χέρι την πόρτα του δωματίου και τον προσκάλεσε.
Προσπάθησε  να αρνηθεί. Δεν βγήκε ήχος!

Ένοιωθε αισθήσεις πρωτόγνωρες, απίστευτες. Κολύμπαγε, μα όχι στη θάλασσα. Στον ουρανό!
«Πως σε λένε;», τη ρώτησε, αφού  κάπνισε δυό τσιγάρα.



«Θα με ζητάς ‘Μαίρη’, όμως μόνο εσύ θα ξέρεις πως με λένε Γεωργία»
Διάβασε περισσότερα ... »

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2016

Τρένα γεμάτα χωρικούς για τη Σαλονίκη

Ένοιωσε το βαρύ του χέρι στον ώμο…
«Σήκω, θα πάμε στη θάλασσα….».
Η απορία ήταν πιο έντονη από την χαρά του.
Καλοκαιρινή μέρα και ο πατέρας  στο σπίτι;
Πως και πως, περίμενε κάθε χρόνο να καλοκαιριάσει, να κάνει συνεχόμενα μεροκάματα, οικοδόμος γαρ, να βάλει  πέντε δραχμές στην άκρη, για τις δύσκολες μέρες του Σαλονικιώτικου χειμώνα.
«Θα πάρουμε και τη γριά τη νοικάρισσα μαζί μας, με την εγγονούλα της, τη Μαρία».
«Ζήτωωωω….Και που θα πάμε;»
«Στην Αρετσού»
Η περιέργεια, για την παρουσία του πατέρα  στο σπίτι, εξακολουθούσε να του τριβελίζει το μυαλό , μα δεν θα έσκαγε κιόλας.
Δυο λεωφορεία χρειάζονταν και μια ώρα δρόμος, τουλάχιστον, για να φτάσεις στην Αρετσού, αλλά ποιος νοιαζόταν, ειδικά αν ήταν δέκα χρονών;
Έφτασαν, έκαναν το μπάνιο τους παρέα με τα φύκια, η γριά παρακολουθούσε από μακριά, έφαγαν και το παγωτό τους- ντοντουρμά και πήραν το λεωφορείο της επιστροφής.
Στην τιμή του εισιτηρίου, συμπεριλαμβάνονταν και 3 μπάνια δωρεάν, μέσα στο λεωφορείο, με ιδρώτα μοσχομυριστό!
Στην «Κολόμβου» σταμάτησαν, γιατί υπήρχε υποχρεωτική στάση. Δέκα  μέτρα μετά ξανασταμάτησαν,  αφού τα οχήματα που προπορεύονταν ήταν μπλοκαρισμένα.
Πέρασαν σχεδόν 15 λεπτά. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι.
Ο αέρας που έμπαινε από τα ανοιχτά παράθυρα μύριζε βαριά και έκαιγε τα ρουθούνια.
Κάποιες στιγμές,  φωνές έφταναν από μακριά!
Ο οδηγός που είχε εγκαταλείψει το τιμόνι για να μάθει, γύρισε:  «Δεν περνάμε! Έχουν κατέβει αγρότες από παντού και στο «Βαρδάρη» γίνεται της κακομοίρας!».
Έφτασε κι ένας χωροφύλακας:
« Αδειάστε το λεωφορείο και φύγετε απ’ τα στενά. Μην πλησιάζετε στην πλατεία».
Ο Δημητρός χαμογελούσε αινιγματικά.
«Ελάτε, πάμε!»
Κίνησαν προς το «Βαρδάρη», όμως τοίχο-τοίχο!
Πεδίο μάχης η πλατεία, κύρια στη δυτική της πλευρά.
Τρακτέρ και πλατφόρμες ακινητοποιημένα, σπασμένα μπουκάλια, πέτρες , τούβλα, ξύλα, αναψοκοκκινισμένοι αγρότες και χωροφύλακες! Μαύρες σημαίες με νεκροκεφαλές!
Στην αρχή της οδού «Ειρήνης» σταμάτησαν.
Ο Μουρμούρας έπιασε τον Γιάννη από τους ώμους:
« Θέλω να πάρεις τη γιαγιά και τη Μαρία και να πάτε στο σπίτι.
  Τι λες, θα τα καταφέρεις;»
Ένοιωσε τα στήθια του να φουσκώνουν.
«Φυσικά!  Εσύ που θα πας;»
« Έχω μια δουλειά, θα έρθω αργότερα, πες στη μαμά».
Έπιασε το Μαράκι από το χέρι και συμβαδίζοντας αναγκαστικά με το βαρύ βήμα της γριάς, ανηφόρισαν.
Σαν έφτασαν ψηλά, έκοψαν αριστερά στη «Νέστορος», με κατεύθυνση την οδό «Λαγκαδά».

Άκουγαν τις ιαχές της μάχης, ανάμεσα σε καπνούς και μυρωδιές και κρότους  του πολέμου!
Έβλεπαν την απόγνωση, την οργή και το μίσος, ζωγραφισμένα στα μάτια των απελπισμένων.
Έβλεπαν σκασμένα λάστιχα, έργο των χωροφυλάκων, που  δεν ήθελαν να διώξουν τους αγρότες απ’ τη Σαλονίκη!
Τους ήθελαν εκεί, να τους τιμωρήσουν  γιατί ήθελαν να ζήσουν!!
Έμαθαν για σφαίρες, που έπεσαν στον Δενδροπόταμο, στα φράγματα της χωροφυλακής, που ήθελε να ανακόψει όσους έρχονταν από τα δυτικά!
Έμαθαν για  τρένα, που έφταναν απ’ τα χαράματα γεμάτα χωρικούς και τις Ομηρικές μάχες έξω απ’ το σταθμό.
Ο Γιάννης εκτέλεσε την αποστολή του και παρέδωσε τις γυναίκες.
Έπειτα προσπάθησε να παρηγορήσει τη μάνα του, που κλαούριζε γιατί ήξερε:
«Γι’ αυτό δεν πήγε στη δουλειά. Από το πρωί έτρεχε να συμπαρασταθεί στους αγρότες, μαζί με άλλους οικοδόμους. 

Όταν ήρθε να σας πάρει για τη θάλασσα, χάρηκα. Νόμισα πως δεν θα ξαναπάει»
Γύρισε τα μεσάνυχτα. Κουρασμένος , με μια μικρή γρατζουνιά στο μάγουλο….
«Είχαν στριμώξει ένα αγροτόπαιδο, τέσσερις χωροφύλακες στη στροφή για τη «Ραμόνα» και το χτυπούσαν. Εν τάξει…. το θέμα τακτοποιήθηκε!»
Ήταν ευτυχισμένος! Το ημερολόγιο στον τοίχο έγραφε 10  Ιούλη του 1966.








Οι φωτογραφίες είναι από την Εφημερίδα "Μακεδονία" (12.07.1966)

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Η Χαβαλιέ που την έλεγαν Ελλάδα»

και άλλα αποσπάσματα από το βιβλίο «Η Χαβαλιέ που την έλεγαν Ελλάδα» στο http://havalie.blogspot.gr/


Διάβασε περισσότερα ... »

Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2016

Το Βαρδάρι κάποτε

Στην αναμονή για να βγουν οι «πρωϊνοί»!
Το Βαρδάρι του Ξενοφώντα, ήταν το κεντρικό διαμάντι στο περιδέραιο που αγαπούσε. Στο περιδέραιο που γνώριζε και αναγνώριζε σαν Θεσσαλονίκη, για πάρα πολλά χρόνια.
Γύρω του, πούλιες πλουμιστές οι συνοικίες, με πρώτη και καλύτερη γι’ αυτόν το Κάστρο, μα όλες ποθητές και αξιαγάπητες.
Εν αρχή η Ξηροκρήνη ή Ραμόνα, γειτονοπούλα του Κάστρου [από το νότο] και  τελευταία συνοικία πριν το Βαρδάρι.
 Διαρκής πρόκληση για τα ήθη και τις παραδόσεις των κατοίκων του.
Μελαγχολικό το πρώτο όνομα . Πιθανόν μια βρύση που στέρεψε.
 Όμορφο και ερωτικό το δεύτερο. Δανεισμένο απ’ τον τίτλο μουσικού καφενείου και χοροδιδασκαλείου της περιοχής, απ’ το οποίο δεν έλειπε η προσφορά γυναικείας παρέας.
Όνομα που δεν αποκλείεται  να «κουβάλησαν»οι Εβραίοι , από την παλιά  πατρίδα, την Ισπανία.
Ο Ξενοφώντας τη γνώριζε, πόντο-πόντο, βήμα-βήμα.
Είχε περπατήσει τους δρόμους της, όπως και τους δρόμους του Κάστρου και του Βαρδαριού, σε όλες τις φάσεις της ζωής του. Ήξερε το κάθε τι και το γιατί, το πότε και το πώς!
Είχε και η Ξηροκρήνη Κομμουνιστές, όχι όμως τόσους πολλούς όσους το Κάστρο.
 Είχε και μουσικούς, εμποράκους, Φασίστες, πο@#&δες,  πο@#&νες και φυσικά νταβατζήδες.
Ήταν κι αυτή «βαμμένη κόκκινη», όπως και το Βαρδάρι, ο δρόμος του Μοναστηριού και η οδός Ειρήνης, όχι  από  Κομμουνιστές, αλλά από κόκκινα λαμπάκια.
Λαμπάκια που άναβαν μέρα-νύχτα, φωτίζοντας «κορίτσια» πάντα έτοιμα να «εξυπηρετήσουν»  φαντάρους, να ξεπαρθενιάσουν έφηβους και να «ταΐσουν» πεινασμένους μεσήλικες, ναυτικούς και ταξιδιώτες.
Χώροι βρώμικοι, ανήλιαγοι, αντιερωτικοί, στέγαζαν τους πληρωμένους έρωτες, με την «τσατσά» στο σαλονάκι να διαφημίζει το «εμπόρευμα» και να φτιάχνει καφέδες, να κρατά τη σειρά,  να ανακοινώνει  τον τιμοκατάλογο.
Κάτω απ’ το Βαρδάρι είχε και φτηνότερες λύσεις, στα όρθια, δίπλα στο Ρωμαϊκό τείχος!
Η ηδονή, η όποια ηδονή, αγκαλιά με την ιστορία. Τι είχαν δει και τι είχαν ακούσει,  τα άμοιρα τούβλα;
……………………………………………………………………………………………………………………………………………….
Το Βαρδάρι;… Το Βαρδάρι τα είχε  όλα.
 Είχε αυτά που ήθελες κι αυτά που δεν ήξερες ότι ήθελες!
Λαχειοπώληδες με ξύλινα κοντάρια και  λαχεία πινεζωμένα πάνω τους.
Αναψυκτικάδες με  δυό-τρία κασόνια αναψυκτικά κι ένα βαρέλι γεμάτο  πάγο και μπουκάλια[το καλοκαίρι].
 Σαλεπιτζήδες με  βαρύ χάλκινο γκιούμι γεμάτο σαλέπι και τα κάρβουνα στη βάση να το κρατούν καυτό.
 Λίγο πιο πέρα, ο σαμαλιτζής με το όμορφο ταψί, σκεπασμένο με τζάμι και μια  άσπρη καμήλα να σε ταξιδεύει:
«Σάμαλιιιι…Καλό σάμαλιιιι…Σάμαλι αράπικοοοο…».
Η σπάτουλα «χόρευε» στο χέρι του, κόβοντας με επιδέξιες  κινήσεις  τις μερίδες, που δυστυχώς ήταν πολύ μικρές!
Δίπλα, τα «πηγαδάκια» των χασομέρηδων, να μαλώνουν για  κλωτσοσκούφι και   Κοινωνικοπολιτικά προβλήματα.
Για το τελευταίο, μόνο κατά περιόδους, όταν «η κοινωνική γαλήνη» το επέτρεπε και πάντα με την παρουσία Εθνικών αυτιών!
Δεξιά της πλατείας, ο δρόμος του Μοναστηριού, με  μαγαζιά  που τα είχαν όλα.
Από «μάλτες»-πρόγονους του τζιν-μέχρι μεταχειρισμένα κοστούμια, φτηνά παπούτσια, εργαλεία, είδη σπιτιού και εξοχής, παιχνίδια και πολλές Αμερικάνικες «ευκαιρίες».
«Ευκαιρίες» όμως δεν είχαν  μόνο τα μαγαζιά. Είχαν και οι πλανόδιοι.
«Φιλαράκι, έχω δυό μπουκάλια ουίσκι καραβίσιο. Είσαι να  ‘ούμε;»
Ο δρόμος του Μοναστηριού είχε και κινηματογράφο «Λαϊκό», με έργα καουμπόικα και αστυνομικά, μα και δρομάκια κάθετα ,που τον τεμάχιζαν σε φέτες.
Δρομάκια βαφτισμένα με ονόματα αρχαιοχαβαλιέδικα, που παρέπεμπαν σε ομορφιές και γλέντια, προσπαθώντας να εξωραΐσουν την ασχήμια, που φώλιαζε στα σπλάχνα τους.
Αφροδίτη, Βάκχος, Σαπφώ και άλλοι, ονομάτιζαν δρόμους με βρώμικα και φτηνά μπουρδέλα, μα και  υπόγεια στέκια «των παιδιών της πιάτσας».
Κουτσαβάκια με τη φαλτσέτα πάντα έτοιμη, χασισάκι,  τσίπουρο και φάτσα-κάρτα στον τοίχο, τις φωτογραφίες των βασιλέων.
Στέκια-δεξαμενές, διαχρονικής άντλησης «επίλεκτων» δυνάμεων για το παλάτι, τον Αλή Καραμάν και όλους τους θεματοφύλακες των ιερών και των οσίων του έθνους!
Ακολουθούσε  η συμβίωση  του παλιού με το νέο. Από  μια μεριά, οι χωμάτινοι δρόμοι του Τενεκέ Μαχαλά , με τα απόβλητα να ρέουν πάνω στα κορμιά τους και τις καλύβες από λαμαρίνες να παίζουν περίεργες μουσικές, σε κάθε φύσημα του ανέμου.
Από την άλλη, το καύχημα της πόλης, ο νέος σιδηροδρομικός σταθμός, όμορφος και χρηστικός, που ξεχώριζε σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα, ανάμεσα στα ερείπια που βρίσκονταν δεξιά και αριστερά του.
Κάτω απ’ τη «Μοναστηρίου» ο δρόμος των Γιαννιτσών, με τα ξυλάδικα και τα συνεργεία , που με λίγες στροφούλες μπορούσε να σε πάει  στον παλιό σταθμό, τον προτελευταίο σταθμό των  Εβραίων, στο δρόμο για την κόλαση.
………………………………………………………………………………………………………………………………………..
Ο Ξενοφώντας είναι  από τους μετρημένους στα δάχτυλα Σαλονικιούς, που θυμούνται την Μπάρα.
Ίσως ο μοναδικός,  που όχι απλά τη θυμάται, αλλά την έζησε.
 Στην τελευταία της  περίοδο, με τα βασικά όμως χαρακτηριστικά, αναλλοίωτα.
Η Μπάρα! Η μεγαλύτερη μπουρδελούπολη των Βαλκανίων, από την εποχή της Τουρκοκρατίας, μέχρι τη μετεμφυλιακή Χαβαλιέ!
Γεμάτη  μιζέρια και προσφυγιά, τάϊζε  με φτηνή σάρκα  «πεινασμένους» στρατιώτες της Ανατολικής στρατιάς και καταπιεσμένους επαρχιώτες.  
Σπιτάκια μονώροφα, ανακατωμένα με συνεργεία, μάντρες και αποθήκες και τα «κορίτσια» τσίτσιδα στην είσοδο, να επιδεικνύουν την «πραμάτεια» τους.
«Πραμάτεια» φτηνή, λαϊκή, παρατημένη από χρόνια και κατάλληλη μόνο για στρατιώτες και χωριάτες.
Τουρκάλες, Γύφτισσες, Ρωμιές, Ρουμάνες, Βουλγάρες, Ιταλίδες, Εγγλέζες και όλες οι φυλές του Ισραήλ.
Από κοριτσάκια μέχρι γριές, ολοστρόγγυλες από το πάχος.
Από μια αμπάρα με νερά λιμνασμένα, λίγο μετά την πύλη του Βαρδαριού, που γεννούσε  αρρώστιες και επιδημίες, πήρε το όνομα της.
Χαβούζα που έκλεισε, λίγο πριν το έμπα του εικοστού αιώνα.
Η μπουρδελούπολη των φτωχών, ξεκίναγε λίγα μέτρα μετά τα μπουρδέλα των μεσοαστών, στο Βαρδάρι!
Έφτανε μέχρι την περιοχή που χτίστηκε αργότερα ο νέος σιδηροδρομικός σταθμός και ακόμα παραπέρα, μα έκανε βίαιη διείσδυση και στα ενδότερα της Ξηροκρήνης, μα και στους Αμπελόκηπους.
Μέχρι και οδό ηδονής είχε, από την εποχή της Τουρκοκρατίας, που δεν ήταν άλλη απ’ την σημερινή οδό Βάκχου!
Τελικά όπως φαίνεται, οι νεοχαβαλιέδες δεν απομακρύνθηκαν και τόσο πολύ απ’ την παράδοση!
………………………………………………………………………………………………………………………………………..
Από το κέντρο της πλατείας του Βαρδαριού, ξεκίναγαν δυό δρόμοι.
Ο μεγάλος του «Λαγκαδά» και ο μικρός διαγώνιος της «Ειρήνης».
Στη δεξιά πλευρά του πρώτου, διάφορα εμπορικά και το «ίδρυμα».
 Ένα «ίδρυμα» απ’ τα πολλά της βασιλομήτορος Θεοφρίκης, για στοιχειώδεις παροχές υγείας, σε μητέρες και παιδιά.
Στ’ αριστερά του δρόμου, κινηματογράφος   «Αλέκα». Συγγενής του «Λαϊκού», με ανάλογες ταινίες.
Αργότερα, ακολουθώντας  την «άνοδο» του πολιτισμικού επιπέδου των Χαβαλιέδων και την απελευθέρωση[;] τους από  ταμπού, ανέβαζε ταινίες ερωτικές, κοινώς  «τσόντες»!
 Ακολουθούσαν  μεγαλοπαράγκες  ανταλλακτικών , ποδηλατάδικα, χαλκωματάδικα , καροποιεία, πεταλάδικα!
Ουρές κάθε μέρα οι αγρότες της ενδοχώρας, για να επισκευάσουν τα κάρα τους και να βάλουν καινούργια πέταλα στ’ άλογα, τα μουλάρια και τα γαϊδούρια.
Ο  ανηφορικός δρόμος της «Ειρήνης» , είχε κοινό σημείο εκκίνησης με τον προηγούμενο, που το έλεγαν «Ίλιον».
Κινηματογράφο που πρόσφερε απλόχερα τους χώρους του, για τη συνεύρεση αδελφών ψυχών στη φτώχια, στην ανεργία, στην ερωτική δίψα, στη κακομοιριά!
Ταινίες δικές μας και Τούρκικες, με πανομοιότυπα σενάρια, πρωταγωνιστές που έμοιαζαν καταπληκτικά μεταξύ τους και συναγωνίζονταν ποιός θα «βγάλει» περισσότερο κλάμα, από τον δύσμοιρο θεατή!
Τα χρόνια που ακολούθησαν προσαρμόσθηκε κι αυτός στο πνεύμα των καιρών, όπως  η «Αλέκα» και περιορίστηκε να «φροντίζει» μόνο για την ερωτική δίψα των
 αδελφών ψυχών!  Η κορώνα όμως του δρόμου της «Ειρήνης», βρισκόταν στην αρχή του και δεν ήταν άλλη από την αγορά του Βαρδαριού, που επεκτείνονταν βέβαια και στα παραπλήσια στενά.
Αλλαντοπωλεία, κρεοπωλεία, ψαράδικα, μανάβικα, μπακάλικα, ραφεία, παπουτσίδικα και άλλα  μαγαζιά, έφτιαχναν το παζλ της περιοχής, που χρωμάτιζαν οι απαραίτητοι πλανόδιοι και οι φωνές των διαλαλητάδων, που διαφήμιζαν την ποιότητα και την φρεσκάδα των εμπορευμάτων τους.
Το Σάββατο ειδικά, που πληρώνονταν οι μεροκαματιάρηδες, γίνονταν το αδιαχώρητο και το σπρωξίδι ήταν τέτοιο, που νόμιζες πως τα μοίραζαν τζάμπα!
Κάποιοι όμως δεν νοιάζονταν για φρούτα και για ψάρια, ούτε για παπούτσια και παντελόνια. Κοίταζαν προσεκτικά πάνω απ’ τους γιακάδες τους και χώνονταν  βιαστικά  σε μια πορτούλα με κόκκινο λαμπάκι, που ήταν σφηνωμένη ανάμεσα σε δυό εμπορικά!
Παντού υπήρχε ένα κόκκινο λαμπάκι στο Βαρδάρι!
Ο δρόμος ανηφόριζε απότομα κι αφού στολίζονταν με το απαραίτητο ρωμαϊκό τείχος, περνούσε από τα πρακτορεία των λεωφορείων, που σε ταξίδευαν στην ενδοχώρα της Μακεδονίας και  τέλειωνε ψηλά, στο δρόμο του Αϊ Νέστορα, φίλου καρδιακού του Αϊ Δημήτρη!
Εκεί που βρίσκονταν το καφενείο του Καφαντάρη.


Αποσπάσματα από το μυθιστόρημα «Η Χαβαλιέ που την έλεγαν Ελλάδα» 
Διάβασε περισσότερα ... »