Χαβαλιέ

Η Χαβαλιέ είναι η Ελλάδα του Μουρμούρα, των γεννημένων Μύθων, μα και των κατασκευασμένων.

Είναι η δική μας Ελλάδα, μα και η Ελλάδα των Βιαστών και των ατάλαντων Θεατρίνων της.

Ένας παλιός Κομμουνιστής, ένας μάγκας απ’ το Βαρδάρι και ένα «παιδί» της Μεταπολίτευσης, κατηγορούν και απολογούνται, περηφανεύονται και ντρέπονται, αναλαμβάνουν το μερτικό που τους ανήκει, στα καλά και στα άσχημα, γιατί όπως λέει και ο πρώτος «Τίποτα δεν προέρχεται από παρθενογένεση».

Το «χθες» και το «σήμερα» ανακαλύπτουν πως είναι συγγενείς, παλιοί εραστές που χάθηκαν, μάνες που χώρισαν από τις κόρες και γιοί από τους πατεράδες.

Καλλιτέχνες και Παλιάτσοι, συγκρούονται για μια θέση στο «σανίδι». Περίεργοι Πολέμαρχοι δίνουν αποκλειστικές παραστάσεις και προσφέρουν στους θεατές κονιάκ με πάγο και κοκτέιλ από λάδι και ρετσίνι.

Παράδεισοι γίνονται μπουλόνια και λαμαρίνες και άλλοι σώζονται από γάτες.

Στη «δική μου Σαλονίκη», το πρώτο βιβλίο της «Χαβαλιέ που τη λέγανε Ελλάδα», ζωντανεύει μια άλλη Θεσσαλονίκη, που λίγοι γνωρίζουν.

Η Σαλονίκη του Ξενοφώντα και των φίλων του, που κοκκινίζει από ντροπή, μα και από ζωή. Μπερδεμένη ανάμεσα σε κόκκινα λαμπάκια και κόκκινες σημαίες, ξεχασμένη από την άλλη πόλη, ψάχνει για χρόνια να βρει ταυτότητα και δεν τη βρίσκει, γιατί έχει πολλές.

Μακρινοί οδοιπόροι από τη Μικρασία, τον Πόντο, την Ανατολική Ρωμυλία, την Πόλη και την ρημαγμένη ενδοχώρα, σμίγουν με τους ντόπιους και φτιάχνουν νέες κοινότητες.

Γλυκαίνουν τους ουρανίσκους με σάμαλι και ζεσταίνουν τα παγωμένα μέλη με σαλέπι.

Στροβιλίζονται σε λάσπες και χώματα, φτιάχνοντας παράγκες από υλικά σκόρπια και δεύτερο χέρι.

Βλέπουν Εβραίους να ξεσπιτώνονται και συγκρούονται με ταγματασφαλίτες.

Συναντούν κυρίες που είναι πόρνες και πόρνες που είναι κυρίες. Απορούν για την βασίλισσα που εξολοθρεύει χωρικούς, μα διαλέγει έναν απ’ αυτούς και τον κάνει κυβερνήτη.

Ακόμα πεταλώνουν άλογα στη Ραμόνα, όταν δέχονται πεσκέσι ένα διαστημόπλοιο. Το στέλνουν οι φίλοι από τη Ρωσία κι ας είναι οι Πολέμαρχοι στην εξουσία.

Ψωνίζουν «ευκαιρίες» στο Βαρδάρι, μα δεν ξεχνούν τον Άρη:

«Δεν βαριέσαι….Όλα τα γουρούνια την ίδια μούρη έχουν»

Χαβαλιέ…..Ένα παραμύθι, πιο αληθινό από την ιστορία τους

Πέμπτη 24 Μαρτίου 2016

Άλλη μια παρέλαση


Η παρέλαση άρχισε, μα ήταν αλλιώτικη.
Οδηγοί και δικολάβοι, δάσκαλοι και μαγαζάτορες, υπάλληλοι του κράτους και άνεργοι, εργάτες και φοιτητές, βάδιζαν στη λεωφόρο φωνάζοντας ….
«Όχι στη νέα κατοχή!…Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία!… Δωσίλογοι-Προδότες-Κουκουλοφόροι!»
Έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Δεν πίστευε αυτό που έβλεπε, μα πιο πολύ αυτό που άκουγε.
Ήταν πολλοί… Απρόσμενα πολλοί. Οι «απέξω χειροκροτούσαν με ενθουσιασμό. Ήταν μαζί τους. Ήταν όλοι μαζί!
Δεν τον ένοιαζε αν ήταν η αρχή, για μια συλλογικότητα που άργησε πολύ ή μια συγκυρία και κάτι αυθόρμητο, που θα τέλειωνε το μεσημέρι.
Σημασία είχε πως το ζούσε και το ζούσε με όλες του τις αισθήσεις.
Οι μουζικάντες πήραν τις θέσεις τους . Η παρέλαση -η κανονική- ξεκίνησε.
Οι εκπλήξεις όμως δεν είχαν τελειώσει. Οι μικροί μαθητές απέστρεψαν τα κεφάλια απ’ την εξέδρα των «σπουδαίων» και στράφηκαν προς την πλευρά του!
Πόσο φτωχές  αλήθεια, είναι  φέτος  οι εξέδρες, στις πόλεις όλης της χώρας ; Μερικοί  παρακατιανοί Ηθοποιοί, μερικοί παπάδες κι άλλοι τόσοι  πολέμαρχοι. Όλοι κι όλοι!
Στη Σαλονίκη βέβαια, είναι διαφορετικά.  Παραβρίσκεται ο «Αυτοκράτορας» Κάρολος, , που τέτοιες μέρες βρίσκει την ευκαιρία, να λανσάρει τον δικό του μύθο. Τον μύθο μιας προσωπικής διαδρομής που ποτέ δεν έκανε και  μιας χώρας που ποτέ δεν υπήρξε!
 Περνούσαν  τώρα οι μεγαλύτεροι μαθητές. Το χέρι του διμοιρίτη σηκώθηκε ψηλά και  τα κεφάλια έστριψαν αριστερά, κανένα προς την εξέδρα!
Άρχισε να «χάνεται», τα μάτια του μούσκεψαν. Τα έτριψε βιαστικά γιατί δεν ήθελε να χάσει τίποτα. Ευτυχώς πρόλαβε.
 Η όμορφη κοπελιά σήκωσε με νεύρο το δεξί της χέρι και η μούντζα απογειώθηκε από τη βάση της! Η εγκυμονούσα αγανάκτηση τεκνοποίησε στον αέρα  και τα μουντζάκια  έπεσαν με δύναμη στις μούρες τους! Το μήνυμα σαφές:
«Μεταφέρετε  την οργή μας, σε Ηθοποιούς και Πρωταγωνιστές, μα πιο πολύ στον μέγα Θιασάρχη. Είμαστε δω και δω θα μείνουμε, όταν αυτός ξανασυναντήσει τους κυρίους με τα μαύρα κοστούμια και τις μαύρες λιμουζίνες!».
Τώρα πια δεν έβλεπε τίποτα, μόνο το στόμα του άκουσε να λέει ….
«Πάμε παιδιά μου.. Πάμε ελπίδες μου... Ξεκινάμε απ’ την αρχή …Ποιος ξέρει;
 Ίσως αυτή τη φορά τα καταφέρουμε … Ίσως εσείς να είστε η ευλογημένη γενιά, που θα σβήσει τη ρετσινιά της Χαβαλιέ …  Ίσως εσείς κάνετε τη χώρα μας Ελ ….». Ο κόμπος στο λαιμό, σταμάτησε βίαια το παραμιλητό του
Η παρέλαση τελείωσε πρόωρα και τη σκυτάλη πήραν τα κοσμητικά επίθετα και τα κεσεδάκια με το γιαούρτι, που εκσφενδόνιζε το πλήθος  στους Παλιάτσους και στον  «Αυτοκράτορα» Κάρολο!
Οι φρουροί τον φυγάδευσαν όπως-όπως και ο τοπικός Θεατρώνης Κρασομπούτης  καταφέρθηκε κατά του «όχλου», που φέρθηκε αφιλόξενα στον Πρώτο πολίτη και  «του χάλασε την μαγιονέζα».
Ο Μανώλης Γλέζος, με το χρόνο σταματημένο πάνω του, από τότε που αμούστακο παλικαράκι, κατέβαζε τη σημαία με το βρωμερό σταυρό απ’ το κοντάρι, δήλωσε:

«Ύστερα από πολλά χρόνια, η επέτειος απέκτησε το πραγματικό της νόημα».
Διάβασε περισσότερα ... »

Τρίτη 22 Μαρτίου 2016

Κομμάτια μιας εξέγερσης, που απέτυχε

-  Η εξέγερση   άργησε  πολύ, εξ αιτίας των αντιδράσεων προυχόντων Χαβαλιέδων, που είχαν συνεταιρικές δουλειές με τους Τούρκους, άρα και άνομο συμφέρον να είναι εναντίον της.
Το  1821 έγινε επιτέλους κατορθωτή, με πρωτεργάτες ανθρώπους που είχαν φλόγα στην καρδιά και στο μυαλό τους όραμα.
Στη διάρκεια της, αναδείχτηκαν  σπουδαίοι ήρωες, που έδωσαν ότι είχαν και δεν είχαν για την ελευθερία, αναδείχτηκαν όμως και βολεψάκηδες, καιροσκόποι και εχθροί της εξέγερσης, αργότερα δε και καταχραστές της.
Όταν ο Κολοκοτρώνης μπήκε θριαμβευτής στην Καλαμάτα, ο Τουρκοφάγος  με τ’ όνομα, είπε:
«Καπετάνιε, το πρώτο που πρέπει να κάνουμε, είναι να «φάμε» τους προδότες Χαβαλιέδες, τους συνεταίρους και συνεργάτες των Τουρκών».
« Όχι μωρέ Τουρκοφάγε, δεν μπορούμε να χύσουμε αίμα αδελφικό», απάντησε ο Κολοκοτρώνης και μ’ ένα νεύμα σταμάτησε εκεί την κουβέντα.
Αυτή, παιδιά μου, ήταν  η πρώτη ευκαιρία που χάθηκε, στη σύγχρονη μυθιστορία της Χαβαλιέ, για να μπουν τα πράγματα σε σωστή βάση!
………………………………………………………………………………………………
………………………………………………………………………………………………
Το μόνο που ενδιέφερε πια τους βολεψάκηδες και τους καιροσκόπους, ήταν  ποιος θα φάει ποιόν και όχι πως όλοι μαζί, θα φάνε τους «εχθρούς» τους!
 Λίγα χρόνια μετά, όλα έμοιαζαν τελειωμένα. Εκείνες όμως τις μέρες, έγινε κάτι σαν θαύμα ή καλύτερα …, έγινε ένα λάθος.
  
Τα πολεμικά καράβια, Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας, είχαν αράξει στη θάλασσα της Χαβαλιέ, απέναντι από τα αντίστοιχα Τουρκικά  κι έκαναν παιχνίδια.
Τα παιχνίδια αυτά συνηθίζονται  μέχρι τις μέρες μας, για να μη βαριούνται οι πολέμαρχοι, όλων των χωρών της γης.
Οι γλώσσες των ναυάρχων είχαν «μαλλιάσει», για να προλάβουν πιθανή παρεξήγηση.
«Βρε σεις!..», έλεγαν και ξανάλεγαν στους κανονιέρηδες, «…Προσέξτε καλά μην κάνετε καμιά βλακεία. Εδώ ήρθαμε για να περάσει η ώρα μας και να παίξουμε, όχι για να μπλέξουμε».
«Εντάξει, καταλάβαμε!», απαντούσαν αυτοί μ’ ένα στόμα.
 Κάποιος όμως δεν είχε καταλάβει και πολύ καλά.  Ανάβει με το δαυλό το φυτίλι του κανονιού, φεύγει η μπάλα και ανοίγει μια τεράστια τρύπα,  στη μέση του Τούρκικου καραβιού.
Η χερούκλα του ναυάρχου, προσγειώθηκε στο σβέρκο του ναύτη.
«Δεν σου είπα βρε μπουνταλά να προσέχεις;» Ήταν όμως πολύ αργά.
Οι μπάλες σφύριζαν στον αέρα και πήγαιναν από τη μια πλευρά στην άλλη, με αποτέλεσμα να συντριβούν οι Τούρκοι και ν’ «απελευθερωθούν» οι Χαβαλιέδες!
«Έγινε που έγινε το λάθος», σκέφτηκαν οι Ευρωπαίοι, «ας τους δώσουμε και λίγο χαρτζιλίκι να στήσουν ένα ψευτοκράτος, με τη Ρούμελη και την Πελοπόννησο. Δεν βαριέσαι, έτσι και αλλιώς, παραείναι μεγάλη η Τουρκιά».
Έφεραν κι έναν Κυβερνήτη από τη Ρωσία, Χαβαλιέδικης  καταγωγής, να οργανώσει το καινούργιο κράτος.
Οι βολεψάκηδες όμως και οι καιροσκόποι, που ήθελε να «φάει» ο Τουρκοφάγος αλλά δεν ήθελε ο Κολοκοτρώνης, του έστησαν καρτέρι έξω από μια εκκλησιά στο Ναύπλιο και …
Πάει ο Κυβερνήτης!
  
Ο Μαύρος από την Καλαμάτα «έφαγε» τον Κυβερνήτη Capo d’ Istria, μα το κενό έπρεπε να καλυφτεί. Οι Μεγάλες Δυνάμεις  προβληματίστηκαν πολύ, ώσπου να βρουν μια νταντά για το μωρό, τη Χαβαλιέ!
Τι καλύτερο, από ένα άλλο μωρό; Όταν μάλιστα είναι γαλαζοαίματο  και κατάγεται από τη Γερμανία, η επιλογή φαντάζει ιδανική. Έκαναν λοιπόν βασιλιά τον Κόθωνα  και τον έστειλαν να παίξει με το καινούργιο του παιχνίδι.
 Μπήκε στο καράβι με όλη  την κουστωδία κι έβαλε πλώρη για τη Χαβαλιέ.
 Οι εκπρόσωποι με τους Τούρκικους τίτλους, που δεν   αποχωρίστηκαν ποτέ, συγκέντρωσαν όλους τους πεινασμένους στην ακτή , για να υποδεχθούν τον  βασιλέα.
Είχαν φροντίσει  να πλύνουν τις φουστανέλες και τις βράκες πριν πάν’ εκεί, αλλά τι πλύσιμο να γίνει σε ρούχο τρύπιο και χρόνια φορεμένο; …
 Δεν βαριέσαι… Το καράβι έφτασε και τι να δουν τα μάτια τους;
Πολέμαρχους με φανταχτερές στολές και πλάκα τα χρυσά τενεκεδάκια στο στήθος.... Στρατιώτες πεντακάθαρους και ντυμένους στην «πένα», να κρατούν όπλα γυαλιστερά...
 Κυρίες «των τιμών» με υπέροχες τουαλέτες, να προσπαθούν να κρατηθούν όρθιες στην κακοτράχαλη όχθη....
Ο Νικήτας, έσπρωξε τον Θανασό … «Τι είναι τούτοι ορέ;»
«Δεν ξέρω. Μου ‘λεγε ένα παραμύθι η μάνα μου η συχωρεμένη και νομίζω πως είχε μέσα από δαύτους»
Ο Κόθων πάτησε τα ποδαράκια του στη Χαβαλιέ και ο αρχιπολέμαρχος  έκανε νόημα στους  υπηκόους  να προσκυνήσουν!
«Τι θα κάνουμε ορέ;», ρώτησε έντρομος ο Θανασός.
«Περίμενε, να δούμε τους αρχόντους», είπε ένας άλλος.
Προσκύνησαν οι…  Αρχόντοι, προσκύνησαν και οι  κακομοίρηδες, προσκύνησαν όλοι οι  «απελευθερωμένοι»!

Κάπως έτσι άρχισε η εποχή των βασιλιάδων για τη Χαβαλιέ, όμως αυτό δεν ήταν το χειρότερο που της συνέβη εκείνα τα χρόνια.
Το χειρότερο ήταν, πως όλοι αυτοί που λυπήθηκε ο Κολοκοτρώνης, έγιναν οι καινούργιοι αφέντες των φτωχών Χαβαλιέδων και διαδέχτηκαν σε όλα τους Τούρκους, αφού φρόντισαν πριν την αποχώρηση τους, ν’ «αγοράσουν» απ’ αυτούς τη μισή χώρα!
 Την άλλη μισή, την «αγόρασαν» οι παπάδες!!
Έτσι, για τους περισσότερους Χαβαλιέδες τίποτα δεν άλλαξε και ο αγώνας  συνεχίστηκε πάνω στα βουνά, για ένα κομμάτι ψωμί κι ένα κοψίδι κρέας, μα πάνω απ’ όλα για δυο σταγόνες ελευθερία.
Τον ευεργέτη τους, τον Κολοκοτρώνη, τον έβαλαν 2-3 φορές στη φυλακή και γλίτωσε την εκτέλεση χάρη σε δύο σπουδαίους Κατήδες, που είχαν αξιοπρέπεια και φιλότιμο.
Έδιωξαν λοιπόν οι Ευρωπαίοι τους Τούρκους, από ένα κομμάτι της Χαβαλιέ και χαρτζιλίκωσαν με κάποια γρόσια τη νεοσύστατη χώρα, για το δύσκολο ξεκίνημα.
 Γρόσια που δεν έφτασαν ποτέ στο λαό της Χαβαλιέ, αφού κατέληξαν στις τσέπες  ντόπιων μπέηδων και αγάδων!
……………………………………………………………………………………………………………
……………………………………………………………………………………………………………
- Την εποχή εκείνη θεσμοθετήθηκε το νέο σύστημα εξουσίας, σύμφωνα βέβαια με τις προσταγές των νέων αφεντάδων και των εκπροσώπων τους στη χώρα, που ήξεραν καλά τη δουλειά τους, αφού σε όλη τους τη ζωή  εκπρόσωποι ήταν.
Στην κορυφή ο βασιλιάς. Συνεργάτες του πολύτιμοι, μερικοί συμπατριώτες  από τη Γερμανία και οι γνωστοί Χαβαλιέδες που είπαμε.
 Ήταν όμως και μια άλλη τάξη Χαβαλιέδων, που ήρθαν από την Ευρώπη, αφού έφυγε και ο τελευταίος Τούρκος.
 Ατσαλάκωτοι και παρφουμαρισμένοι, ήρθαν λέει για «ν’ ανοίξουν τα γκαβά» των αγράμματων επαναστατών.
 Κάποιοι άλλοι όμως λένε, πως ήρθαν για να τους τα κλείσουν  τελείως!
 Αυτές οι δύο τάξεις των ντόπιων και των εισαγόμενων, ανακυκλώνονται μέχρι σήμερα και δεν έχασαν ποτέ από τα χέρια τους, τη διεύθυνση των Χαβαλιέδικων Θιάσων!
 Είναι  οι εκλεκτοί Χαβαλιέδες, που παρέα με τους Γερμανούς, μα και με άλλους, σχημάτισαν την προνομιούχα τάξη της χώρας, με συνεχή παρουσία στο Εθνικό Θέατρο και αναρίθμητες παραστάσεις.
Οργάνωσαν Θιάσους που ανταγωνίζονταν μεταξύ τους, ποιος θα είναι ο αγαπημένος των μεγάλων δυνάμεων.
 Ο κάθε Θίασος είχε έναν Θιασάρχη, είχε Πρωταγωνιστές, Ηθοποιούς αλλά και Κομπάρσους.
 Ο Θιασάρχης, οι Πρωταγωνιστές  και οι Ηθοποιοί, προέρχονταν αποκλειστικά από τους προνομιούχους.
Οι Κομπάρσοι, από τους φτωχούς Χαβαλιέδες, με αντίτιμο ένα πιάτο φαΐ και μια μπαλωμένη βράκα!
Έδωσαν και ονόματα στους Θιάσους, για να μη γίνει καμιά παρεξήγηση.
Ο ένας ονομάστηκε «Αγγλικός» και ο άλλος «Γαλλικός».
Κάποια στιγμή ακούστηκε πως υπήρχε και «Ρωσικός», με Θιασάρχη τον Κολοκοτρώνη.
Δε  νομίζω  πως  ήταν αλήθεια, αφού είναι γνωστό τι τράβηξε ο στρατηγός και από την άλλη, ουδείς γνωρίζει να έπαιξαν κάποιο ουσιαστικό ρόλο οι Ρώσοι στη Χαβαλιέ, μετά την «απελευθέρωση».
Όχι τουλάχιστον, τα πρώτα ενενήντα χρόνια.
Όσο για τους Γερμανούς, αυτοί δεν νοιάζονταν για το Χαβαλιέδικο Θέατρο! Είχαν βρει άλλους τρόπους για να ‘χουν το μερτικό τους, στο «βύζαγμα» της χώρας!
Υπήρχε λοιπόν  Θίασος για την Αγγλία, όπως και για τη Γαλλία….
Υπήρχε  βασιλιάς για τη Γερμανία….
 Τίποτα όμως δεν αναφέρεται να υπήρχε για τη Χαβαλιέ, ούτε στους Μύθους ούτε στην ιστορία!

Ο Μουρμούρας άναψε το τσιμπούκι  και τράβηξε βαθειά  ρουφηξιά.
Διάβασε περισσότερα ... »

Σάββατο 19 Μαρτίου 2016

Οι Σαρακήνοι και τα τείχη


Τα τείχη! Οι Θεσσαλονικιοί και τα τείχη, είχαν πάντα μια ιδιόμορφη σχέση, που πότε στένευε και πότε φάρδαινε.
Αυτή την έλλειψη σταθερότητας, ήρθαν να τους θυμίσουν οι Σαρακήνοι.
Πραγματική μάστιγα της ανατολικής Μεσογαίας θάλασσας, κατέλαβαν την Κρήτη  και την έκαναν ένα απέραντο πειρατικό κράτος.
Έφτιαξαν στη βόρεια ακτή του νησιού, το κάστρο του Χάνδακα και από ‘κει εξορμώντας, ρήμαζαν όλες τις παραθαλάσσιες περιοχές της Χαβαλιέ και όχι μόνο.
Ο Αυτοκράτορας της Πόλης, Λέων ο Σοφός, πληροφορήθηκε τις ορέξεις τους για τη Θεσσαλονίκη κι έστειλε μαντατοφόρο στους κατοίκους της, με παραγγελιά να ετοιμαστούν για πόλεμο.
Εύκολο είναι να το λες, δύσκολο όμως να το κάνεις.
 Ειδικά, όταν έχουν περάσει τόσα χρόνια μποέμικης ζωής και Χαβαλιέδικου ωχαδερφισμού.
Όμως η κακή φυσική κατάσταση των Θεσσαλονικιών, δεν ήταν  το μόνο πρόβλημα.
Έχοντας τυφλή πίστη στον Αϊ-Δημήτρη, είχαν παραμελήσει για χρόνια τη συντήρηση και επισκευή των τειχών, θεωρώντας πως με τέτοιο στρατηλάτη για προστάτη, όλα τα άλλα ήταν περιττά!
Οι Σαρακήνοι επιτέθηκαν με κάθε μέσο και με αρχηγό έναν προδότη Χαβαλιέ, τον Λέοντα τον Ξεφτιλίτη!
Το 904,στις 31 του Ιούλη, η Θεσσαλονίκη έπεσε και οι βάρβαροι πέρασαν από μαχαίρι χιλιάδες ανθρώπους, χωρίς διάκριση φύλου και ηλικίας.
Γέμισαν τα καράβια τους με τους θησαυρούς της πόλης και  22.000 νέους και νέες, που πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της ανατολής.
Άγνωστο πόσοι πέθαναν στο ταξίδι για την Κρήτη.
Λίγο μετά, η Θεσσαλονίκη άρχισε και πάλι να φτιάχνεται απ’ την αρχή, με το βάρος να πέφτει στα τείχη[στερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα], γιατί καλός και άγιος, ως γνωστόν, ο Δημήτρης, αλλά αν δεν κουνάμε και λίγο τα χέρια μας, έρχονται πάντα οι Σαρακήνοι!
Διάβασε περισσότερα ... »

Τρίτη 8 Μαρτίου 2016

Η Κονδύλω

-Την Κονδύλω, τη θυμάσαι Γιάννη;
-Αν τη θυμάμαι λέει; Ξεχνιέται η Κονδύλω, Κωνσταντίνε;
-Τι «αλόγα» ήταν αυτή ρε παιδάκι μου; Μας έριχνε όλους ένα κεφάλι. Ήταν βέβαια  μεγαλύτερη, βασικά όμως ήταν ψηλή και με πόδια «ατελείωτα».
-Καλά, εσείς δεν ζήσατε τίποτα, γιατί στην «τετάρτη» φύγατε απ’ το σχολείο. Τα «όργια» άρχισαν μετά! Ειδικά στην «έκτη», γίνονταν της κακομοίρας!
«Ποια όργια Γιάννη;», ρώτησαν ταυτόχρονα  Μουρμούρας και  Ξενοφώντας, έκπληκτοι μ’ αυτά που άκουγαν.
 Έβαλε τα γέλια με το ύφος τους. Ο Αλέξανδρος  απέναντι του, παρακολουθούσε τον πατέρα του, με το στόμα ανοιχτό.
Η Φαίδρα που κουβέντιαζε πιο πέρα, με το μεγάλο γιό του Αριστείδη και την αντίστοιχη κόρη του Κωνσταντίνου, γύρισε και τους κοίταξε.
Μέχρι και τα μικρά που κυνηγιόντουσαν, σταμάτησαν!
Ο γιός του Μουρμούρα, τους έκανε νόημα να έρθουν πιο κοντά και συνέχισε χαμηλόφωνα:
-Τα ερωτικά μας σκιρτήματα είχαν πλέον ενταθεί και έψαχναν διέξοδο. Έστω τυφλή.
Είχαμε κάνει τη μοιρασιά και ο καθένας έβαλε το «στόχο» του.
Μερικοί τον είχαν κιόλας πετύχει. Ανεκπλήρωτος πόθος παρέμενε η Ασπασία, που όπως ήταν όμορφη και καμπυλωτή, την ήθελαν όλοι και γι’ αυτό δεν την είχε κανείς!
Και με τις άλλες όμως, το άγγιγμα δεν ήταν εύκολη υπόθεση κι ας «είχες σχέση».
Η λύση υπήρχε και την έλεγαν Κονδύλω. Αρρώστησε και ο Παυλίδης για δύο μήνες και όλα έγιναν πιο εύκολα, μιας και αντικαταστάτης δάσκαλος δεν υπήρχε!
Βάζαμε λοιπόν τη μασιά να συγκρατεί τα δυό πορτόφυλλα, ώστε να μη μπορεί κανείς να μας αιφνιδιάσει και κάθε ενδιαφερόμενος μπορούσε να «μετρήσει» τα πόδια της Κονδύλως, με αφορμή βέβαια κάποιο παιχνίδι, που τελείως συμπτωματικά, το επίκεντρο του ήταν πάντα η εντυπωσιακή μας συμμαθήτρια.
Όσο για τον εκάστοτε επιμελητή, αυτός είχε ξεχωριστά μπόνους, αφού σε κάθε διάλλειμα φρόντιζε να βγάζει γρήγορα τους συμμαθητές από την τάξη και να απολαμβάνει με την ησυχία του τα κάλλη της!
-Και η Κονδύλω;
-Η Κονδύλω, Αριστείδη μου, δεν είχε κανένα πρόβλημα. Όλο χαχαχα και χουχουχου ήταν…
Περνούσαμε τόσο καλά, που οργανώσαμε και επίσκεψη στο σπίτι του Παυλίδη, στην άλλη άκρη της πόλης, για να εκφράσουμε τη «στενοχώρια» μας για την απουσία του!
Όταν μας είπε πως θα λείψει  πολύ καιρό, ζοριστήκαμε να κρύψουμε τον ενθουσιασμό μας!

Ο πατέρας όμως του Γιάννη, που δεν είχε χάσει λέξη[!], δεν ένοιωθε κανένα ενθουσιασμό.
-Βρε απαράδεκτε άνθρωπε, δεν πιστεύω να «ολοκλήρωσε» κανείς, ανησύχησε  «ξεψυχισμένος» ο Μουρμούρας, πενήντα χρόνια μετά!
 - Ποιος να «ολοκληρώσει» πατέρα και πως; Μη στενοχωριέσαι...
Μόνο χάδια είχαμε, μόνο χάδια.
- Πήγαμε και στο γάμο της κοπέλας, κερατά!… Έ κερατά!…., συνέχισε μονολογώντας ο γέρος.
- Πήγατε στο γάμο της;
- Ναι παιδί μου Αριστείδη. Ένα χρόνο μετά το Δημοτικό, η Κονδύλω παντρεύτηκε!
Στη ράτσα τους συνηθίζονται οι γάμοι σε νεαρή ηλικία. Κάλεσαν αρκετές οικογένειες των παλιών συμμαθητών της, μα μόνο εμείς πήγαμε.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ την περιποίηση και τις τιμές που μας έκαναν. Ήταν μια ξεχωριστή εμπειρία. Θυμάσαι Γιάννη;
- Με κάθε λεπτομέρεια.
- Αλίμονο, είπε ο Δημητρός και τον κοίταξε αυστηρά!

Τα γέλια τους δόνησαν όλο το σπίτι και οι γυναίκες ξεπρόβαλαν απ’ την κουζίνα, απορημένες.
Διάβασε περισσότερα ... »

Τρίτη 1 Μαρτίου 2016

Η Κατίνα η μπακάλισσα

 Η Κλειώ  γύρισε σκεφτική απ’ το μπακάλικο, κρατώντας στο ένα χέρι μερικά κέρματα και στο άλλο ένα χαρτί με γράμματα και αριθμούς, που δύσκολα ξέμπλεκαν μεταξύ τους.
-Τι συμβαίνει Κλειώ;….ρώτησε ο Μουρμούρας, σκουπίζοντας το λουσμένο του κεφάλι
-Νομίζω πως η Κατίνα μου πήρε πολλά, μα….Ίσως και να κάνω λάθος.
 Προσπάθησε να τα «γυρίσει», φοβούμενη την αντίδραση του!
- Δεν κάνεις λάθος. Το λάθος το κάνεις όταν ψωνίζεις. Σού έχω πει πολλές φορές, ότι κλέβει η ρουφιάνα. Δεν θα ξαναπάς σ’ αυτήν, μέχρι να στο πω εγώ!

Τρεις μέρες μετά…
 - Γράψε μου σ’ ένα χαρτί, τι πράγματα χρειαζόμαστε απ’ την Κατίνα.

Συγκέντρωσε τα ψώνια του και τα αράδιασε  μπροστά της.
-Τρεις πέντε δεκαεπτά και επτά είκοσι έξι και δώδεκα σαράντα και τρκ φη….πρυτ και…Σύνολο 56 δραχμές και 30 λεπτά!
-Τέλειωσες  Κατίνα;
-Ναι, Μήτσο μου.
Ωραία. Κάνε τώρα το λογαριασμό!
-Μα τόση ώρα, τι έκανα Μήτσο μου;
-Εσύ ξέρεις. Λογαριασμό πάντως, δεν έκανες! Λέγε αργά και καθαρά τα ποσά και σε ποια είδη αναφέρονται. Ένα-ένα. Πάρε κι αυτό το μπλοκάκι και γράφε μου ότι γράφεις και στο δικό σου.

Η Κατίνα η μπακάλισσα. Θεσσαλονικιά έβδομης γενιάς, πάντα αναμαλλιασμένη, τρίχες στο πρόσωπο και ελαφρύ μουστάκι.  Κορμί πετσί και κόκαλο, ρόμπα επενδυμένη με πέντε στρώσεις βρώμας και δάχτυλα μαύρα, σαν της μάγισσας!
Ένα υπόλοιπο μολυβιού, πάντα στο αριστερό αυτί της.
Το σπίτι  τεράστιο , το μεγαλύτερο στην περιοχή και από κάτω το μπακάλικο, που ξεχείλιζε από εμπορεύματα, αρκεί να ήξερες που θα τα βρεις.
Ότι δεν εύρισκες στο μαγαζί, ήταν επάνω στην κρεβατοκάμαρα!
Στις γωνιές, αν ήταν σε τσουβάλι, κάτω απ’ το κρεβάτι, αν ήταν σε κιβώτιο.
Ευφυέστατη, καπάτσα και αεικίνητη, χωρίς φραγμούς.
Το μπακάλικο πάντα ανοιχτό, με εξαίρεση λίγες ώρες τη νύχτα, που τις μοίραζε  στον ύπνο και στις περιπολίες τα χαράματα, γιατί το Κάστρο ήταν δύσκολος τόπος και η «Ασφάλεια» είχε ανάγκη τις πληροφορίες!
Δεν είχε όμως μόνο αυτά. Είχε και άντρα η Κατίνα, τον κυρ-Γιώργο, που είχε ότι δεν είχε η γυναίκα του.
Αργός, χαζός και με λάθη στους λογαριασμούς, σε βάρος του μαγαζιού.  Φυσικά του είχε απαγορευθεί να κάνει λογαριασμούς, έλα όμως που η Κατίνα έπρεπε να κατουράει που και που.
Και βέβαια, ο καρπός του έρωτα τους, ο Λάζαρος ή όπως ήταν γνωστός, ο Λάκης.
Θεριό στον όγκο, νάνος στο μυαλό και δουλευτής.  Μμμμμμ…..
Τι να σου λέω τώρα; Άρπαζε το καρότσι από τα χερούλια και δρόμο στον κατήφορο, μέχρι τα «Λαδάδικα»
Δυό χιλιόμετρα η απόσταση και ο ανήφορος  όμως, δύο κι αυτός.
Με μια διαφορά. Στην επιστροφή το καρότσι ήταν φορτωμένο. Εκατόν πενήντα κιλά βάρος, τουλάχιστον.
Σαν το βόδι, ξεφυσούσε ο Λάκης και οι φτωχοί γείτονες τον καταριόταν.

«Στον τάφο σου να πάρεις τα λεφτά, κοπρόσκυλο! Έ κοπρόσκυλο! Ζώο, κτήνος, άχρηστο τομάρι!» 


Διάβασε περισσότερα ... »