Χαβαλιέ

Η Χαβαλιέ είναι η Ελλάδα του Μουρμούρα, των γεννημένων Μύθων, μα και των κατασκευασμένων.

Είναι η δική μας Ελλάδα, μα και η Ελλάδα των Βιαστών και των ατάλαντων Θεατρίνων της.

Ένας παλιός Κομμουνιστής, ένας μάγκας απ’ το Βαρδάρι και ένα «παιδί» της Μεταπολίτευσης, κατηγορούν και απολογούνται, περηφανεύονται και ντρέπονται, αναλαμβάνουν το μερτικό που τους ανήκει, στα καλά και στα άσχημα, γιατί όπως λέει και ο πρώτος «Τίποτα δεν προέρχεται από παρθενογένεση».

Το «χθες» και το «σήμερα» ανακαλύπτουν πως είναι συγγενείς, παλιοί εραστές που χάθηκαν, μάνες που χώρισαν από τις κόρες και γιοί από τους πατεράδες.

Καλλιτέχνες και Παλιάτσοι, συγκρούονται για μια θέση στο «σανίδι». Περίεργοι Πολέμαρχοι δίνουν αποκλειστικές παραστάσεις και προσφέρουν στους θεατές κονιάκ με πάγο και κοκτέιλ από λάδι και ρετσίνι.

Παράδεισοι γίνονται μπουλόνια και λαμαρίνες και άλλοι σώζονται από γάτες.

Στη «δική μου Σαλονίκη», το πρώτο βιβλίο της «Χαβαλιέ που τη λέγανε Ελλάδα», ζωντανεύει μια άλλη Θεσσαλονίκη, που λίγοι γνωρίζουν.

Η Σαλονίκη του Ξενοφώντα και των φίλων του, που κοκκινίζει από ντροπή, μα και από ζωή. Μπερδεμένη ανάμεσα σε κόκκινα λαμπάκια και κόκκινες σημαίες, ξεχασμένη από την άλλη πόλη, ψάχνει για χρόνια να βρει ταυτότητα και δεν τη βρίσκει, γιατί έχει πολλές.

Μακρινοί οδοιπόροι από τη Μικρασία, τον Πόντο, την Ανατολική Ρωμυλία, την Πόλη και την ρημαγμένη ενδοχώρα, σμίγουν με τους ντόπιους και φτιάχνουν νέες κοινότητες.

Γλυκαίνουν τους ουρανίσκους με σάμαλι και ζεσταίνουν τα παγωμένα μέλη με σαλέπι.

Στροβιλίζονται σε λάσπες και χώματα, φτιάχνοντας παράγκες από υλικά σκόρπια και δεύτερο χέρι.

Βλέπουν Εβραίους να ξεσπιτώνονται και συγκρούονται με ταγματασφαλίτες.

Συναντούν κυρίες που είναι πόρνες και πόρνες που είναι κυρίες. Απορούν για την βασίλισσα που εξολοθρεύει χωρικούς, μα διαλέγει έναν απ’ αυτούς και τον κάνει κυβερνήτη.

Ακόμα πεταλώνουν άλογα στη Ραμόνα, όταν δέχονται πεσκέσι ένα διαστημόπλοιο. Το στέλνουν οι φίλοι από τη Ρωσία κι ας είναι οι Πολέμαρχοι στην εξουσία.

Ψωνίζουν «ευκαιρίες» στο Βαρδάρι, μα δεν ξεχνούν τον Άρη:

«Δεν βαριέσαι….Όλα τα γουρούνια την ίδια μούρη έχουν»

Χαβαλιέ…..Ένα παραμύθι, πιο αληθινό από την ιστορία τους

Τρίτη 6 Ιουνίου 2017

Ιστορίες καλοκαιριών που πέρασαν: Μπαράκι για …. πολύ λίγους

-Επόμενη στάση, η Ανδροφλόγα. Οι πληροφορίες έλεγαν, πως ήταν νησί της  ηρεμίας και επαληθεύτηκαν εντελώς.
Ακουμπισμένοι στην κουπαστή, ενώ το καράβι έδενε, δυσκολευόμασταν να πιστέψουμε πως το λιμανάκι ήταν πραγματικό και όχι ζωγραφιά.
Μια «ζωγραφιά», που εκτός της θάλασσας και της προβλήτας, είχε μόνο έναν καφενέ.
Αποβιβασθέντες εκ του πλοίου δύο και μια μοτοσικλέτα!
- Τουριστικό κύμα, έ;
- Κοσμοπλημμύρα!
Μπήκαμε και παραγγείλαμε καφεδάκια.. Ο γέρος, πριν βάλει το μπρίκι στη φωτιά, ρώτησε από πού ερχόμαστε.
Ήταν φανερό, πως δεν ήταν συνηθισμένος να βλέπει ξένους.
Ειδικά μάλιστα, όταν έμαθε πως είμαστε απ’ τη Σαλονίκη, μας κοίταζε σαν εξωγήινους.
- Ποιος να πάει στην Ανδροφλόγα, εκείνη την εποχή;
- Ακριβώς. Ήπιαμε τους καφέδες, πήραμε τις πληροφορίες μας και ξεκινήσαμε για τη Χώρα.
Ήταν ότι ακριβώς χρειαζόμασταν. Ορεινό χωριό, με τη θάλασσα να σκάει στις ρίζες του και σπίτια χτισμένα στους βράχους, να κρέμονται πάνω απ’ το πέλαγος και να σε βάζουν σε σκέψεις για την ασφάλεια τους.
Στην πλατεία, ένα μαγαζί για όλες τις ανάγκες, με τραπεζάκια  αραδιασμένα κάτω από ένα υπεραιωνόβιο πλατάνι.
Την επόμενη μέρα, ανακαλύψαμε και μια χασαποταβέρνα. Η απόφαση ήταν άμεση: Τα μεσημέρια σ’ αυτήν και τα βράδια στο πλατάνι.
Περάσαμε όμορφα στην Ανδροφλόγα . Η μοναδική απειλή ήταν η βαρεμάρα, αφού άλλους επισκέπτες -στη συγκεκριμένη  περίοδο-το νησί δεν είχε! Κάθε φορά όμως που μας «πλάκωνε», κάτι συνέβαινε, που ανανέωνε το ενδιαφέρον μας!
Το πιο ωραίο και αναπάντεχο, εμφανίστηκε μπροστά μας, την τρίτη νύχτα.
Αφού φάγαμε, πίνοντας και 2-3 κρασάκια με τους ντόπιους, είπαμε να περπατήσουμε.
«Που θα πάτε βρε παιδιά; Δεν έχει τίποτα, έξω απ’ το χωριό. Είναι και μαύρο σκοτάδι»
«Δεν πειράζει. Θα βαδίσουμε λίγο, να ξεμουδιάσουμε»
Περπατήσαμε αρκετά και πάνω που λέγαμε να επιστρέψουμε, ένα αμυδρό φως σε απροσδιόριστη απόσταση, μας τράβηξε την προσοχή.
« Τι είναι πάλι αυτό;», ρώτησα τη Μάχη.
«Τι να σου πω; Δεν πάμε να δούμε;»
- Κατευθυνθήκαμε προς το φωτάκι. Λίγα μέτρα μετά, κάτι σαν μουσική άρχισε να φτάνει στ’ αυτιά μας.
Κοιταχτήκαμε παραξενεμένοι. Όσο πλησιάζαμε, η μουσική δυνάμωνε.
Το θαύμα που πολύ θα θέλαμε να γίνει, έγινε!
Ένα πετρόκτιστο μπαράκι στη μέση του «πουθενά», με τσίγκινα τραπεζάκια και καρέκλες του σκηνοθέτη!
Μπροστά στα τραπέζια ένα αλώνι, διαμορφωμένο σε πίστα και πάνω της ένας τύπος με μακριά μαλλιά, να χορεύει σε ρυθμούς σκληρού ροκ!
Μείναμε με το στόμα ανοιχτό. Κάτσαμε διακριτικά, παρακολουθώντας τον άνδρα και τον μοναχικό χορό του.
Αρκετή ώρα μετά, ο δίσκος τέλειωσε και ο τύπος μουσκεμένος απ’ τον ιδρώτα, «προσγειώθηκε» και το βλέμμα του έπεσε πάνω μας.
Κούνησε το κεφάλι, να σιγουρευτεί πως βλέπει καλά.
- Γύρισε ο άνθρωπος στην πεζή πραγματικότητα.
- Μας προσβάλεις! Τα παιδιά σου, πεζή πραγματικότητα;
- Καλά, καλά, μην κάνεις έτσι. Μια κουβέντα είπα.
Ο φίλος ήταν μια ιδιαίτερη, όσο και ενδιαφέρουσα περίπτωση.
Η σχέση του με το νησί προέρχονταν από τη μάνα του, που έφυγε από κει πριν πολλά χρόνια. Από τη μάνα του και το χωραφάκι, με το αλώνι της ροκ.
« Η ιδέα παιδιά, μου μπήκε από την πρώτη χρονιά που πάτησα τα πόδια μου στην Ανδροφλόγα και δεν άργησα να την υλοποιήσω», μας είπε και συνέχισε:
«Το επόμενο καλοκαίρι, αποβιβάστηκα στο νησί παρέα με πέντε φίλους, μερικά δοκάρια και τέσσερα πορτοπαράθυρα. Από πέτρες, όπως θα έχετε διαπιστώσει, στην Ανδροφλόγα έχουμε πλεόνασμα.
Σε δυό μήνες, το μπαρ ήταν έτοιμο!
Από τότε, έκτη χρονιά φέτος, έρχομαι από τον Μάη, κάνω τις απαραίτητες μικροεπισκευές και απολαμβάνω τη μοναξιά μου.
Ιούλιο και Αύγουστο, έρχονται οι φίλοι και η κοπελιά μου, κρατώντας υποχρεωτικά και τα «ξίδια» τους.
Εδώ κοιμόμαστε, εδώ τρώμε, εδώ πίνουμε. Ζωή χαρισάμενη!»
-Ομολογώ πως τον ζηλέψαμε. Το Χαβαλιέδικο όνειρο στην πράξη.
Περιττό να σου πω, ότι κάθε βράδυ μετά το φαγητό, κάναμε παρέα στον φίλο μας και λίγο πριν το ξημέρωμα τελειώναμε με καυγά, πάντα για τον ίδιο λόγο. Τον λογαριασμό!
-Παραδέχομαι πως είχε μια πολύ ενδιαφέρουσα άποψη για τη ζωή!
- Πράγματι. Όσο ζω θα θυμάμαι την Ανδροφλόγα, με τον Άλκη και το μπαράκι του και τον Κωνσταντή με τις φυλλάδες του.

- Τον ξεχάσαμε αυτόν. Για λέγε, για λέγε!

Διάβασε περισσότερα ... »

Τρίτη 23 Μαΐου 2017

Αντί Λαμπράκη…. Εμμανουηλίδης, σε παράθυρο καρφωμένο!


Η Κλειώ βημάτιζε νευρικά στον στενό διάδρομο. Τα χέρια της είχαν αρχίσει  να τρέμουν, όπως κάθε φορά που την έπνιγε η αγωνία για τον άντρα της. Έσπρωξε μαλακά τον γιό της, στην πλάτη:
«Άντε Γιαννάκη, άντε παιδί μου, να κοιμηθείς. Είναι αργά και αύριο έχεις σχολείο»
«Ο μπαμπάς που είναι;»
«Θα έρθει. Είχε ραντεβού, να κουβεντιάσει για μια δουλειά»
Όμορφη Μαγιάτικη νύχτα, μα όχι για όλους! Στο μυαλό της γυναίκας στριφογύριζε ο Οκτώβρης του 1961 και το βράδυ εκείνων των άγριων εκλογών, που ο Δημητρός μπήκε στο δωμάτιο από το παράθυρο-άλλαξε το κουρελιασμένο του πουκάμισο με καινούργιο-και αφού της χάιδεψε βιαστικά τα μαλλιά-χάθηκε ξανά στο σκοτάδι!
Ο γιός της κοιμόταν όταν άκουσε τα βήματα στη μικρή σκάλα και σχεδόν ταυτόχρονα το χτύπημα στην πόρτα. Άνοιξε με λαχτάρα και  τον αγκάλιασε βουρκωμένη. Μούσκεψε απ’ τον ιδρώτα που κυλούσε πάνω του. Ο Γιάννης ξύπνησε, μα έκανε τον κοιμισμένο.
«Τι έγινε Δημητρό μου;…τι έγινε;»
«Φάγανε τον Λαμπράκη…χτύπησαν και τον Τσαρουχά»
«Τον σκότωσαν;»
«Δεν έχει πεθάνει ακόμα-αλλά δεν γλυτώνει»
Έκατσαν μαζί στην άκρη του ντιβανιού, που «κοιμόταν» ο γιός τους και κράταγαν τα κεφάλια τους. Τρεις μέρες μετά, ο Γρηγόρης πέθανε-ενώ η χώρα ολόκληρη συγκλονίζονταν από μαχητικές και ογκώδεις διαδηλώσεις, ενάντια στο παλάτι και την ακροδεξιά κυβέρνηση του Αλή Καραμάν.
Ο πιο συγκλονιστικός μήνας της ζωής του Λαμπράκη είχε λάβει τέλος, μαζί με τη ζωή του. Ξεκίνησε στις 21[!!!] Απρίλη του ’63, με την μοναχική  πορεία από τον Μαραθώνα στην Αθήνα και τέλειωσε στη Σαλονίκη στις 27 του Μάη.
Μια πορεία που στην διάρκεια της-παρακρατικοί και ασφαλίτες τον προπηλάκιζαν και απειλούσαν αδιάκοπα, ώσπου τον συνέλαβαν! Αφέθηκε ελεύθερος και έφυγε για Λονδίνο, όπου  συμπαραστάθηκε στην γυναίκα του Αμπατιέλου και στην προσπάθεια της να πείσει την βασίλισσα Θεοφρίκη, να  απελευθερώσει τον σύντροφο της.
Ο Λαμπράκης δεν έγινε δεκτός απ’ την βασίλισσα και σε συνέντευξη του-σε Αγγλική εφημερίδα- δηλώνει πως «Η Ελλάδα δεν κυβερνάται από την κυβέρνηση ούτε από τον βασιλιά, μα από την βασίλισσα». Η τελευταία ωρύεται: «Θα με απαλλάξει επιτέλους, κάποιος απ’ αυτόν;»
Σε έναν μήνα, ο Λαμπράκης δολοφονείται! Ανάμεσα στις διαδηλώσεις των επόμενων ημερών, ο Γεράσιμος συστήνει στον Δημητρό έναν συνάδελφο από το πανεπιστήμιο. Κάθισαν σ’ ένα παγκάκι της «Αριστοτέλους»
«Από δω ο Θανάσης ο Γρέβιας. Έχει κάτι ενδιαφέρον να σου πει»
Απλώσανε τα χέρια, χαμογελώντας.
«Είδα τον Γρηγόρη στο νοσοκομείο. Λίγο μετά την μεταφορά του. Τον είχαν στο υπόγειο. Χωρίς ορούς, χωρίς διασωλήνωση. Σε νεκροκρέβατο»
Τον κοίταξε καχύποπτα. Οι άνθρωποι εκείνα τα χρόνια ήταν αγαθοί και καλής πίστης. Ξεχώριζαν τους γιατρούς σε «καλούς» και «κακούς», με βάση τις γνώσεις τους και τα αποτελέσματα. Δεν πίστευαν πως υπήρχαν γιατροί, που ξεχώριζαν ασθενείς από την ιδεολογία τους.
Με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και τα εγκλήματα που έγιναν στο ΚΑΤ και σε άλλα νοσοκομεία-άλλαξαν γνώμη! Ο Δημητρός θυμήθηκε πολλές φορές τον Θανάση, νοιώθοντας την ανάγκη να απολογηθεί για την καχυποψία του, μα που να τον βρεί;
Ο καιρός πέρασε και η Γ! Ελληνική δημοκρατία πήρε τη θέση της χούντας. Μια μέρα του 1980, ο Γιάννης ανηφόριζε την οδό «Καραϊσκάκη», κατευθυνόμενος στην Εδμόνδου Ρονστάν. Η θεία του-η Ελένη-και η οικογένεια της, απέκτησαν δικό τους διαμέρισμα πρόσφατα και όφειλε μια επίσκεψη.
Κοντοστάθηκε μπροστά σ’ ένα καρφωμένο παράθυρο υπογείου, που του τράβηξε την προσοχή. «Άλλο ένα άχρηστο υπόγειο διαμέρισμα….», σκέφτηκε. «…Αντί να κάνουν πάρκινγκ, μετέτρεψαν τα υπόγεια σε κατοικίες, για την κονόμα. Μόνο φίδια δεν θα έχει μέσα!»
Λες και ο «τύπος» διάβασε τη σκέψη του και αγγίζοντας τον ελαφρά στο μπράτσο, είπε: «Μόνο φίδια δεν έχει μέσα! Έχει όμως έναν αρουραίο, νααααα…» και άνοιξε τα χέρια διάπλατα.
Ο Γιάννης τον κοίταξε και ρώτησε: «Μόνο έναν;»
«Έναν αλλά τεράστιο. Μπορείς να τον πεις και χοντροσκούληκο! Έχει και όνομα!!»
«Είναι τρελός ο άνθρωπος», σκέφτηκε και του χαμογέλασε αμήχανα.
«Εδώ μέσα, φίλε μου, μένει ο περίφημος Εμμανουηλίδης, ο άνθρωπος που σκότωσε τον Λαμπράκη», ανακοίνωσε ο άλλος με πομπώδη τρόπο!
Τον κοίταξε έκπληκτος, με τη δυσπιστία ολοφάνερη στα μάτια του. Ο απρόσμενος συνομιλητής την είδε: «Αλήθεια σου λέω, φίλε μου. Βγαίνει απ’ την τρύπα του, μιά-δυό φορές την ‘βδομάδα και πάει περίπτερο και σούπερ-μάρκετ. Ύστερα, ξανά μέσα!»
Ο Γιάννης ψιθύρισε: «Ευχαριστώ φίλε. Καλό απόγευμα». Λίγα μέτρα μετά, έστριψε δεξιά στην «Ρονστάν» και στην απέναντι πλευρά είδε τον αριθμό που έψαχνε. Έκατσε στη θειά του περίπου μία ώρα, μα το μυαλό ήταν αλλού.
Πήρε να σουρουπώνει όταν τους χαιρέτησε και ακολούθησε τον ίδιο δρόμο. Απέναντι απ’ το υπόγειο του….Εμμανουηλίδη, είχε στήσει «πηγαδάκι» μια παρέα νεαρών και τρωγόντουσαν για το ποδόσφαιρο. Κατευθύνθηκε προς τα κει.
«Καλησπέρα, παιδιά. Ξέρετε ποιος μένει στο υπόγειο, με το καρφωμένο παράθυρο;»
«Ο μαγκίτης, ο Εμμανουηλίδης. Τι μαγκίτης, δηλαδή; Ένα ρεμάλι είναι! Στα νιάτα του- «πήδαγε» παιδάκια-αλλά είχε άκρες με τους Μπάτσους, αφού κάρφωνε άλλους μαγκίτες και κομμουνιστές. Ύστερα «έφαγε» έναν απ’ τους τελευταίους και τον έβαλαν φυλακή. Έκατσε όμως λίγο, γιατί ήρθαν οι δικοί του[Χούντα-1967] στα πράγματα και τον άφησαν ελεύθερο.
Μετά το 1974 ζει στα σκοτάδια. Φοβάται και την σκιά του. Παίρνει, λένε, μια σύνταξη του ΟΓΑ»
Ευχαρίστησε και έφυγε πλημμυρισμένος από σκέψεις. Ένοιωθε πως αν μπει στο λεωφορείο θα σκάσει! Ότι και  να σκεφτόταν – είχε αφετηρία εκείνη τη νύχτα-που κάνοντας τον κοιμισμένο-έμαθε για το χτύπημα στον Λαμπράκη.
Την τρελή επιθυμία, που γεννήθηκε μέσα του, να μεγαλώσει γρήγορα και να τσακίσει τους δολοφόνους. Ορίστε λοιπόν! Είχε τον έναν «μπροστά» του! Ένα τρομοκρατημένο ερπετό, που φυτοζωούσε στο σκοτάδι και έτρεχε πανικόβλητο-για λίγο- στο μπακάλικο.
Που όλοι πρόσεχαν  μη τους αγγίξει και τους βρωμίσει! Μη τους αγγίξει το «χέρι» κάποιων άλλων «Εμμανουηλίδηδων», που ήταν τα «μυαλά». Χρυσοβαθμοφόρων της παραστρατιωτικής χωροφυλακής της Σαλονίκης. Εγκληματιών που ορκίζονταν στην πατρίδα, που την έλεγαν Θεοφρίκη, μα και Αμερική και Αγγλία και Γερμανία!
Και πάνω απ’ αυτούς, κάποιες άδειες χλαμύδες ξενόφερτων Δυναστών και Λαδέμποροι και πλούσιοι Δωσίλογοι της κατοχής και εξωνημένοι Παλιάτσοι που υποδύονταν τους πολιτικούς. Μα και ένας άλλος, που συγκέντρωνε όλα τα παραπάνω!
Ο Αστέρας από τις Σέρρες, που «έγραψε ιστορία» με το περίφημο υπαρξιακό ερώτημα: «Μα ποιος κυβερνά επιτέλους, αυτή τη χώρα;». Ερώτημα για το οποίο ήξερε πολύ καλά την απάντηση! Και Δικός του άνθρωπος ήταν ο Εμμανουηλίδης, όπως Και ο Κοτζαμάνης και Όλοι οι Εμμανουηλίδηδες και Κοτζαμάνηδες! [Οι άνθρωποι του στην ΕΡΕ-τους ανακάλυπταν στους Βόθρους της κοινωνίας και στο λούμπεν προλεταριάτο, ώστε να τους μετατρέψουν σε εργαλεία[χέρια], για τους σκοτεινούς σκοπούς του ίδιου και των συνεταίρων του].
Όπως ήξερε και για την αντισυγκέντρωση των Παρακρατικών της πόλης-ενάντια στον Λαμπράκη και στους συντρόφους του. Όπως ήξερε και την απόφαση για «στραπατσάρισμα» του τελευταίου και δεν έκανε τίποτα να την εμποδίσει! Πράγμα πολύ εύκολο γι’ αυτόν!
Δεν περίμενε βέβαια να τον σκοτώσουν, ούτε το επιθυμούσε. Δεν ήταν βλάκας και γνώριζε πως κάτι τέτοιο δεν τον σύμφερε. Μόνο που όφειλε να γνωρίζει και κάτι άλλο. Πως σε τέτοιες περιπτώσεις, η ζωή απέχει ελάχιστα από τον θάνατο!
Έτσι έσβησε η ζωή του ανθρώπου, που την αγάπησε πολύ. Που την οραματίσθηκε για όλους και όχι μόνο για λίγους. Έσβησε ο ήλιος του Μαραθώνα και της Ελλάδας. Αντικαταστάθηκε απ’ το σκοτάδι και την ασχήμια που το συνοδεύει. Το σκοτάδι που επιβάλουν οι Κύριοι, με Αρουραίους, Προαγωγούς και Κοινωνικά Αποβράσματα. Δεν ήταν η πρώτη φορά-ούτε θα ήταν η τελευταία.
Τους χρησιμοποιούν σαν εργαλεία, για να διαιωνίζουν την εξουσία τους. Όσο τους χρειάζονται! Ο Εμμανουηλίδης-για τους Άρχοντες-δεν άξιζε κάτι παραπάνω από μια ψευτοσύνταξη και πολλά «στραβά μάτια», στις ανώμαλες σεξουαλικές ορέξεις του. Η ασχήμια επιβλήθηκε άλλη μια φορά και το σκοτάδι θάμπωσε  τη ζωή. Γι’ αυτό και η τελευταία έχει τόσο αποκρουστικό πρόσωπο.
Θυμήθηκε  τον ¨Τίγρη», με το πλατύ και ζεστό  χαμόγελο, κάθε που τον συναντούσε σε πορείες και συγκεντρώσεις. Έφτανε  να του απαλύνει τον πόνο, που γεννούσαν οι μαύρες σκέψεις. Εκείνη τη νύχτα, ξάπλωσε νωρίς..
Η αλήθεια  είναι πως χωρίς τον οικοδόμο, Μανώλη Χατζηαποστόλου, που σαν τίγρη πήδηξε στην καρότσα του Κοτζαμάνη και πέταξε κάτω τον Εμμανουλίδη-Δεν θα μαθαίναμε ποτέ γι’ αυτούς και το καρφωμένο παράθυρο που είδε ο Γιάννης-δεν θα έκρυβε τίποτα περισσότερο από ένα ακατοίκητο υπόγειο.  

Ο Αρουραίος και ο Χατζηαποστόλου έφυγαν μαζί απ’ τη ζωή, την πρώτη  Μάη του 2001!!!!
Διάβασε περισσότερα ... »

Τρίτη 7 Μαρτίου 2017

Και Μάνα… Και Σμυρνιά… Και Κοκκινιώτισσα…

Τούτες τις μέρες-τον Μάρτη του ’44-εξελίσσονταν η Μάχη της Κοκκινιάς, πρώτο μέρος της τριλογίας που συνεχίστηκε με το Μπλόκο του Αυγούστου και ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου.
Ο λαός της Κοκκινιάς, με την καθοδήγηση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, έγραψε  πραγματικό έπος απέναντι σε Γερμανούς και Ταγματασφαλίτες. Πέτυχε  απίστευτη νίκη, πολεμώντας ακόμα και με πέτρες-λόγω έλλειψης πυρομαχικών-ενάντια σε πολλαπλάσιους και άριστα εξοπλισμένους εχθρούς.
Πολλές πηγές-χάρτινες και διαδικτυακές-αναφέρονται με κάθε λεπτομέρεια σ’ αυτή τη λαμπρή σελίδα του αγωνιζόμενου λαού μας. Εγώ θα περιοριστώ στην προέλευση και στα  χαρακτηριστικά των ανθρώπων που μάτωσαν εκείνες τις μέρες, επαναφέροντας μια ιστορία που δημοσίευσα παλαιότερα και είμαι βέβαιος πως στις εικόνες της, πολλοί θα δουν ανθρώπους δικούς και σπίτια γνώριμα.

Ήταν χαράματα της 4ης  Δεκέμβρη του ’44 και το 6ο Σύνταγμα Πειραιά του ΕΛΑΣ, μόλις πριν λίγο είχε καταλάβει το Ε! Αστυνομικό Τμήμα  Κοκκινιάς. Ο λεβεντόκορμος νέος περιπολούσε 100  μέτρα μακριά του, στρέφοντας το κεφάλι πότε εδώ και πότε κει, μη ξέροντας από πού θα του ‘ρθει! Τα φυσεκλίκια σταυρωτά και κρεμασμένο στον δεξί ώμο το Εγγλέζικο Τόμιγκαν, που άρπαξε από τον χωροφύλακα,
Άναψε τσιγάρο, που τόσο του είχε λείψει και με την πρώτη ρουφηξιά κόντεψε να πνιγεί! Χίλιες φορές να έβλεπε Εγγλέζους και άλλες χίλιες Ταγματασφαλίτες, μα κείνη η φιγούρα στην αρχή του δρόμου, του πάγωσε το αίμα!
Ήταν δεν ήταν ενάμισο μέτρο στο ύψος και βάλε το μισό στο πλάτος. Είχε την ανάστροφη της αριστερής  παλάμης στη μέση της και με τη δεξιά στο μέτωπο ερευνούσε τον ορίζοντα. Δεν τον είχε δει.
Σκέφτηκε να κρυφτεί στη γωνία, μα δεν του ‘κανε καρδιά! Της κούνησε το χέρι. Σαν μπάλα κύλησε στο δρόμο και σε απρόσμενα σύντομο χρόνο στάθηκε μπροστά του. Κατακόκκινη, λαχανιασμένη. «Σκύψε!», τον πρόσταξε. Προσπάθησε να μαζέψει όσο μπορούσε το τεράστιο κορμί του, για να φτάσει στο ύψος της! Τεντώθηκε κι αυτή, πατώντας στα δάχτυλα.
Φλάπ!....Η ελαστική της παλάμη προσγειώθηκε στο αριστερό του μάγουλο και ο ήχος ακούστηκε μακριά! Παρά την αξουρισιά του, θα μπορούσε κάποιος [αν ήταν εκεί] να διακρίνει την κοκκινίλα! «Τι βαράς ρε μάνα;», διαμαρτυρήθηκε, ενώ κοίταζε τριγύρω μήπως τον πήρε κάποιο μάτι! Ευτυχώς κανείς!
«Πανάθεμα σε…Πανάθεμα σε…Που κακό ψόφο να Μην έχεις!....» 
«Κάνε βρε μάνα πιο σιγά, πόλεμο έχουμε…»
Έβαλε και τα δυό χέρια στη μέση και τον κοίταξε περιπαιχτικά, ειρωνικά: «Πόλεμο; Κοιτάξτε γειτόνοι ένα μούλικο που κάνει πόλεμο!....Έχει και σφαίρες και ντουφέκι!...Τι λες βρε Πεζεβέγκη;… Μια σταλιά παιδί!!!....Είσαι εσύ για πόλεμο, που δεν ξέρεις ακόμα τι έχεις στο βρακί σου;»
Την έκρυψε στην αγκαλιά του και της ψιθύρισε: «Ηρέμησε μάνα, ηρέμησε…. Πάρτο απόφαση, μεγάλωσα πιά και αυτό εδώ….Δεν είναι ντουφέκι!» Η Σμυρνιά κατάπιε γρήγορα το σάλιο που της έκατσε στο λαρύγγι και ξαναφόρεσε το ύφος που είχε πριν: «Και ο άλλος; Που είναι ο άλλος; Που κοπροσκυλιάζει ο ακαμάτης ο αδελφός σου; Κοίταξε κακομοίρη να τον βρεις και να έρθετε στο σπίτι, να φάτε κατιτίς!...»
«Είναι σε άλλη υπηρεσία, μάνα μου…Σε παρακαλώ!...Σήμερα δεν γίνεται, μα σου υπόσχομαι πως αύριο θα έρθουμε…»
«Είναι σε άλλη υπηρεσία…», επανέλαβε η μάνα και κοίταξε στον ουρανό. Προσπάθησε να την αγκαλιάσει ξανά, μα δεν τον άφησε. Γύρισε την πλάτη και πήρε το δρόμο της επιστροφής. Πενήντα μέτρα μετά, κοντοστάθηκε και τον κοίταξε για λίγο. Απομακρύνθηκε οριστικά.
Το πρώτο φως της μέρας προσπαθούσε να ξεδιαλύνει το σκοτάδι, όταν μπήκαν αλαφροπατώντας στην αυλή, προσέχοντας μην κάνουν θόρυβο. Η Σμυρνιά όμως ξαγρυπνούσε και η πόρτα που άνοιξε τους ξάφνιασε. Τους έμπασε στο σπίτι σπρώχνοντας αγχωμένα και ψιθυρίζοντας: «Πανάθεμα σας!... Πανάθεμα σας!... Που κακό ψόφο να Μην έχετε!...». Έκλεισε την πόρτα  και χάθηκε στις αγκαλιές των….Θεριών της. Στο κατώφλι της κρεβατοκάμαρας, ο πατέρας παρακολουθούσε τη σκηνή με  βλέμμα θολό και το στήθος να φουσκώνει από περηφάνια.
Είχε γλυτώσει κατά λάθος το μπλόκο της Κοκκινιάς, μα τον ταλαιπωρούσε η κακή υγεία του. Η Σμυρνιά σφύριξε σαν φίδι: «Εσύυυυ!... Εσύ φταις για όλα!!!....Που έκανες τα τζιγέρια μου σαν τα μούτρα σου!!!»
«Καλά…Καλά…», είπε αυτός συγκαταβατικά, «…..Βάλτους μπομπότα να φάνε και δώσ’ τους και το γάλα που έφερε η….»


Από  εξιστόρηση φίλης, για τα κατορθώματα της θειάς της, της Σμυρνιάς. 

Διάβασε περισσότερα ... »

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2017

Χειμώνες της Ελλάδας

 
Βαρύς ο φετινός χειμώνας και μοιραία το μυαλό γυρίζει σε αντίστοιχους παλαιότερους, που χάραξαν έντονα με το πέρασμα τους, το κρύο χρονολόγιο της χώρας. Ας ταξιδέψουμε σ’ έναν απ’ αυτούς, μέσα από τις σελίδες της «Χαβαλιέ».
Ζόρικος χειμώνας, ο χειμώνας του ’63.
Κάθε λίγο και λιγάκι, η Θεσσαλονίκη «ντύνονταν» στα λευκά και το κρύο στις αραιοκατοικημένες συνοικίες της, γίνονταν ανυπόφορο.
Οι άνθρωποι έβγαιναν από τα σπίτια μόνο για σοβαρό λόγο και δύσκολα αποχωρίζονταν την παρέα της ξυλόσομπας.
Η βρύση στη γωνιά του οικοδομικού τετραγώνου πάγωνε στη διάρκεια της νύχτας και το πρωί οι νοικοκυρές την «έλουζαν» με βραστό νερό, για να καταφέρουν να «ξανατρέξει» και μπορέσουν να γεμίσουν στάμνες και κουβάδες.
Εκτεθειμένες για ώρα πολλή στον «Βαρδάρη», που τις «περόνιαζε» κι ας φόραγαν ότι είχαν και δεν είχαν.
Μεγάλη ταλαιπωρία η προμήθεια του νερού εκείνα τα χρόνια, το χειμώνα όμως ήταν μαρτύριο.
Ο Μουρμούρας είχε να κάνει μεροκάματο τρεις μήνες κι έπεσε σε κατάθλιψη.
Ούτε στο καφενείο δεν μπορούσε να πάει πια, μα ούτε ήθελε να βλέπει και κανέναν.
Ακόμα και ο Ξενοφώντας δεν τολμούσε να του μιλήσει και δεν ήξερε πώς να τον χειριστεί.
Το χτύπημα στην πόρτα ακούστηκε δυνατά και το λιγοστό φως που έμπαινε από το σαγρέ κρύσταλλο, χάθηκε.
Μια τεράστια σκιά μπροστά του, σκοτείνιασε εντελώς το σπίτι και η φωνή ολοκλήρωσε το ξάφνιασμα της Κλειώς και του Δημητρού.
-Μήτσο…Μήτσο!…Μέσα είσαι;
Ο Μουρμούρας έκπληκτος απ’ τον απρόσμενο επισκέπτη, σηκώθηκε και γυρνώντας προς την Κλειώ είπε:
-Ο Παναγιώτης…Ο Παναγιώτης ο ψηλός είναι.
Άνοιξε την πόρτα και ένας άνθρωπος δύο μέτρα, με τεράστιες πλάτες, ροδοκόκκινα μάγουλα και κάτασπρα μαλλιά, έκανε την εμφάνιση του.
Τους χαιρέτισε κι έπειτα έβγαλε από την τσέπη μια μεγάλη σοκολάτα, που την πρόσφερε στον Γιαννάκη.
Ο μικρός κοίταξε τον Μουρμούρα κι αυτός του έγνεψε να την πάρει.
-Ευχαριστώ «θείο» Παναγιώτη.
Η χερούκλα του «θείου» χάιδεψε το κεφαλάκι του.
-Τι έγινε μάστορα; Έτσι είπαμε; Γιατί χάθηκες;
-Χέσ’τα Παναγιώτη! Νομίζω πως καταλαβαίνεις.
-Καταλαβαίνω, αλλά δεν κάνουν έτσι οι άνθρωποι.
Η Κλειώ του έψησε καφέ. Μόνο γι’ αυτόν! Ο «ψηλός» υποπτεύθηκε την αιτία.
Ρούφηξε μια γουλιά. Ήταν πολύ ελαφρύς. Τώρα ήταν σίγουρος.
Ήθελαν να πουν πολλά. Δεν είπαν τίποτα.
Σηκώθηκε και τύλιξε το κασκόλ γύρω απ’ το λαιμό του.
-Κατέβα καμιά μέρα απ’ το Καραβάν Σαράι να τα πούμε.
-Θα δούμε Παναγιώτη…Θα δούμε.
Έκατσε στη θέση του σκεφτικός και η Κλειώ πλησίασε να πάρει το φλιτζάνι .
- Τι είναι αυτός ο φάκελος Δημητρό μου; Εσύ τον έβαλες;
Ένας άσπρος φάκελος, που βρισκόταν κάτω απ’ το τραπεζομάντιλο, φάνηκε καθαρά όταν αποχωρίστηκε το πιατάκι που τον κάλυπτε.
Ο Μουρμούρας τον πήρε στα χέρια. Έβγαλε από μέσα μια δεσμίδα χιλιάρικα! Τα μέτρησε.
- …18…,19…,20! Ο «ψηλός»… Αυτός τον άφησε.
Τινάχτηκε πάνω και βγήκε στο δρόμο όπως ήταν. Έστριψε στην «Ηλιουπόλεως» και φτάνοντας στο καφενείο του Αγάπιου, είδε τον Παναγιώτη να περπατά βαριά πάνω στο χιόνι, μπροστά στο παπλωματάδικο του κυρ-Ανέστη.
Του φώναξε να σταματήσει.
- «Ψηλέ», αυτό που έκανες δεν το δέχομαι, είπε λαχανιασμένος μόλις τον πλησίασε και προσπάθησε να του βάλει το φάκελο στην τσέπη.
Μια σάρκινη «τανάλια» του άρπαξε το χέρι!
-Μήτσο, σε ξέρω και με ξέρεις. Από μένα δεν περιμένει κανείς το παραμικρό.
Έχεις οικογένεια και είναι άδικο να στερείστε. Αν δεν τα δεχτείς δεν θέλω να μου ξαναμιλήσεις, ολοκλήρωσε ο Παναγιώτης και χαλάρωσε την «τανάλια».
Ο Μουρμούρας τον κοίταξε με μάτια βουρκωμένα και του Παναγιώτη όμως, είχαν γίνει σαν τα μάγουλα του.

Γυρνώντας στο σπίτι, σταμάτησε στο μπακάλικο της Κατίνας.
Διάβασε περισσότερα ... »