Χαβαλιέ

Η Χαβαλιέ είναι η Ελλάδα του Μουρμούρα, των γεννημένων Μύθων, μα και των κατασκευασμένων.

Είναι η δική μας Ελλάδα, μα και η Ελλάδα των Βιαστών και των ατάλαντων Θεατρίνων της.

Ένας παλιός Κομμουνιστής, ένας μάγκας απ’ το Βαρδάρι και ένα «παιδί» της Μεταπολίτευσης, κατηγορούν και απολογούνται, περηφανεύονται και ντρέπονται, αναλαμβάνουν το μερτικό που τους ανήκει, στα καλά και στα άσχημα, γιατί όπως λέει και ο πρώτος «Τίποτα δεν προέρχεται από παρθενογένεση».

Το «χθες» και το «σήμερα» ανακαλύπτουν πως είναι συγγενείς, παλιοί εραστές που χάθηκαν, μάνες που χώρισαν από τις κόρες και γιοί από τους πατεράδες.

Καλλιτέχνες και Παλιάτσοι, συγκρούονται για μια θέση στο «σανίδι». Περίεργοι Πολέμαρχοι δίνουν αποκλειστικές παραστάσεις και προσφέρουν στους θεατές κονιάκ με πάγο και κοκτέιλ από λάδι και ρετσίνι.

Παράδεισοι γίνονται μπουλόνια και λαμαρίνες και άλλοι σώζονται από γάτες.

Στη «δική μου Σαλονίκη», το πρώτο βιβλίο της «Χαβαλιέ που τη λέγανε Ελλάδα», ζωντανεύει μια άλλη Θεσσαλονίκη, που λίγοι γνωρίζουν.

Η Σαλονίκη του Ξενοφώντα και των φίλων του, που κοκκινίζει από ντροπή, μα και από ζωή. Μπερδεμένη ανάμεσα σε κόκκινα λαμπάκια και κόκκινες σημαίες, ξεχασμένη από την άλλη πόλη, ψάχνει για χρόνια να βρει ταυτότητα και δεν τη βρίσκει, γιατί έχει πολλές.

Μακρινοί οδοιπόροι από τη Μικρασία, τον Πόντο, την Ανατολική Ρωμυλία, την Πόλη και την ρημαγμένη ενδοχώρα, σμίγουν με τους ντόπιους και φτιάχνουν νέες κοινότητες.

Γλυκαίνουν τους ουρανίσκους με σάμαλι και ζεσταίνουν τα παγωμένα μέλη με σαλέπι.

Στροβιλίζονται σε λάσπες και χώματα, φτιάχνοντας παράγκες από υλικά σκόρπια και δεύτερο χέρι.

Βλέπουν Εβραίους να ξεσπιτώνονται και συγκρούονται με ταγματασφαλίτες.

Συναντούν κυρίες που είναι πόρνες και πόρνες που είναι κυρίες. Απορούν για την βασίλισσα που εξολοθρεύει χωρικούς, μα διαλέγει έναν απ’ αυτούς και τον κάνει κυβερνήτη.

Ακόμα πεταλώνουν άλογα στη Ραμόνα, όταν δέχονται πεσκέσι ένα διαστημόπλοιο. Το στέλνουν οι φίλοι από τη Ρωσία κι ας είναι οι Πολέμαρχοι στην εξουσία.

Ψωνίζουν «ευκαιρίες» στο Βαρδάρι, μα δεν ξεχνούν τον Άρη:

«Δεν βαριέσαι….Όλα τα γουρούνια την ίδια μούρη έχουν»

Χαβαλιέ…..Ένα παραμύθι, πιο αληθινό από την ιστορία τους

Τρίτη 8 Μαρτίου 2016

Η Κονδύλω

-Την Κονδύλω, τη θυμάσαι Γιάννη;
-Αν τη θυμάμαι λέει; Ξεχνιέται η Κονδύλω, Κωνσταντίνε;
-Τι «αλόγα» ήταν αυτή ρε παιδάκι μου; Μας έριχνε όλους ένα κεφάλι. Ήταν βέβαια  μεγαλύτερη, βασικά όμως ήταν ψηλή και με πόδια «ατελείωτα».
-Καλά, εσείς δεν ζήσατε τίποτα, γιατί στην «τετάρτη» φύγατε απ’ το σχολείο. Τα «όργια» άρχισαν μετά! Ειδικά στην «έκτη», γίνονταν της κακομοίρας!
«Ποια όργια Γιάννη;», ρώτησαν ταυτόχρονα  Μουρμούρας και  Ξενοφώντας, έκπληκτοι μ’ αυτά που άκουγαν.
 Έβαλε τα γέλια με το ύφος τους. Ο Αλέξανδρος  απέναντι του, παρακολουθούσε τον πατέρα του, με το στόμα ανοιχτό.
Η Φαίδρα που κουβέντιαζε πιο πέρα, με το μεγάλο γιό του Αριστείδη και την αντίστοιχη κόρη του Κωνσταντίνου, γύρισε και τους κοίταξε.
Μέχρι και τα μικρά που κυνηγιόντουσαν, σταμάτησαν!
Ο γιός του Μουρμούρα, τους έκανε νόημα να έρθουν πιο κοντά και συνέχισε χαμηλόφωνα:
-Τα ερωτικά μας σκιρτήματα είχαν πλέον ενταθεί και έψαχναν διέξοδο. Έστω τυφλή.
Είχαμε κάνει τη μοιρασιά και ο καθένας έβαλε το «στόχο» του.
Μερικοί τον είχαν κιόλας πετύχει. Ανεκπλήρωτος πόθος παρέμενε η Ασπασία, που όπως ήταν όμορφη και καμπυλωτή, την ήθελαν όλοι και γι’ αυτό δεν την είχε κανείς!
Και με τις άλλες όμως, το άγγιγμα δεν ήταν εύκολη υπόθεση κι ας «είχες σχέση».
Η λύση υπήρχε και την έλεγαν Κονδύλω. Αρρώστησε και ο Παυλίδης για δύο μήνες και όλα έγιναν πιο εύκολα, μιας και αντικαταστάτης δάσκαλος δεν υπήρχε!
Βάζαμε λοιπόν τη μασιά να συγκρατεί τα δυό πορτόφυλλα, ώστε να μη μπορεί κανείς να μας αιφνιδιάσει και κάθε ενδιαφερόμενος μπορούσε να «μετρήσει» τα πόδια της Κονδύλως, με αφορμή βέβαια κάποιο παιχνίδι, που τελείως συμπτωματικά, το επίκεντρο του ήταν πάντα η εντυπωσιακή μας συμμαθήτρια.
Όσο για τον εκάστοτε επιμελητή, αυτός είχε ξεχωριστά μπόνους, αφού σε κάθε διάλλειμα φρόντιζε να βγάζει γρήγορα τους συμμαθητές από την τάξη και να απολαμβάνει με την ησυχία του τα κάλλη της!
-Και η Κονδύλω;
-Η Κονδύλω, Αριστείδη μου, δεν είχε κανένα πρόβλημα. Όλο χαχαχα και χουχουχου ήταν…
Περνούσαμε τόσο καλά, που οργανώσαμε και επίσκεψη στο σπίτι του Παυλίδη, στην άλλη άκρη της πόλης, για να εκφράσουμε τη «στενοχώρια» μας για την απουσία του!
Όταν μας είπε πως θα λείψει  πολύ καιρό, ζοριστήκαμε να κρύψουμε τον ενθουσιασμό μας!

Ο πατέρας όμως του Γιάννη, που δεν είχε χάσει λέξη[!], δεν ένοιωθε κανένα ενθουσιασμό.
-Βρε απαράδεκτε άνθρωπε, δεν πιστεύω να «ολοκλήρωσε» κανείς, ανησύχησε  «ξεψυχισμένος» ο Μουρμούρας, πενήντα χρόνια μετά!
 - Ποιος να «ολοκληρώσει» πατέρα και πως; Μη στενοχωριέσαι...
Μόνο χάδια είχαμε, μόνο χάδια.
- Πήγαμε και στο γάμο της κοπέλας, κερατά!… Έ κερατά!…., συνέχισε μονολογώντας ο γέρος.
- Πήγατε στο γάμο της;
- Ναι παιδί μου Αριστείδη. Ένα χρόνο μετά το Δημοτικό, η Κονδύλω παντρεύτηκε!
Στη ράτσα τους συνηθίζονται οι γάμοι σε νεαρή ηλικία. Κάλεσαν αρκετές οικογένειες των παλιών συμμαθητών της, μα μόνο εμείς πήγαμε.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ την περιποίηση και τις τιμές που μας έκαναν. Ήταν μια ξεχωριστή εμπειρία. Θυμάσαι Γιάννη;
- Με κάθε λεπτομέρεια.
- Αλίμονο, είπε ο Δημητρός και τον κοίταξε αυστηρά!

Τα γέλια τους δόνησαν όλο το σπίτι και οι γυναίκες ξεπρόβαλαν απ’ την κουζίνα, απορημένες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: