Ένοιωσε το βαρύ του χέρι στον ώμο…
«Σήκω, θα πάμε στη θάλασσα….».
Η απορία ήταν πιο έντονη από την χαρά του.
Καλοκαιρινή μέρα και ο πατέρας στο σπίτι;
Πως και πως, περίμενε κάθε χρόνο να καλοκαιριάσει, να κάνει συνεχόμενα μεροκάματα, οικοδόμος γαρ, να βάλει πέντε δραχμές στην άκρη, για τις δύσκολες μέρες του Σαλονικιώτικου χειμώνα.
«Θα πάρουμε και τη γριά τη νοικάρισσα μαζί μας, με την εγγονούλα της, τη Μαρία».
«Ζήτωωωω….Και που θα πάμε;»
«Στην Αρετσού»
Η περιέργεια, για την παρουσία του πατέρα στο σπίτι, εξακολουθούσε να του τριβελίζει το μυαλό , μα δεν θα έσκαγε κιόλας.
Δυο λεωφορεία χρειάζονταν και μια ώρα δρόμος, τουλάχιστον, για να φτάσεις στην Αρετσού, αλλά ποιος νοιαζόταν, ειδικά αν ήταν δέκα χρονών;
Έφτασαν, έκαναν το μπάνιο τους παρέα με τα φύκια, η γριά παρακολουθούσε από μακριά, έφαγαν και το παγωτό τους- ντοντουρμά και πήραν το λεωφορείο της επιστροφής.
Στην τιμή του εισιτηρίου, συμπεριλαμβάνονταν και 3 μπάνια δωρεάν, μέσα στο λεωφορείο, με ιδρώτα μοσχομυριστό!
Στην «Κολόμβου» σταμάτησαν, γιατί υπήρχε υποχρεωτική στάση. Δέκα μέτρα μετά ξανασταμάτησαν, αφού τα οχήματα που προπορεύονταν ήταν μπλοκαρισμένα.
Πέρασαν σχεδόν 15 λεπτά. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι.
Ο αέρας που έμπαινε από τα ανοιχτά παράθυρα μύριζε βαριά και έκαιγε τα ρουθούνια.
Κάποιες στιγμές, φωνές έφταναν από μακριά!
Ο οδηγός που είχε εγκαταλείψει το τιμόνι για να μάθει, γύρισε: «Δεν περνάμε! Έχουν κατέβει αγρότες από παντού και στο «Βαρδάρη» γίνεται της κακομοίρας!».
Έφτασε κι ένας χωροφύλακας:
« Αδειάστε το λεωφορείο και φύγετε απ’ τα στενά. Μην πλησιάζετε στην πλατεία».
Ο Δημητρός χαμογελούσε αινιγματικά.
«Ελάτε, πάμε!»
Κίνησαν προς το «Βαρδάρη», όμως τοίχο-τοίχο!
Πεδίο μάχης η πλατεία, κύρια στη δυτική της πλευρά.
Τρακτέρ και πλατφόρμες ακινητοποιημένα, σπασμένα μπουκάλια, πέτρες , τούβλα, ξύλα, αναψοκοκκινισμένοι αγρότες και χωροφύλακες! Μαύρες σημαίες με νεκροκεφαλές!
Στην αρχή της οδού «Ειρήνης» σταμάτησαν.
Ο Μουρμούρας έπιασε τον Γιάννη από τους ώμους:
« Θέλω να πάρεις τη γιαγιά και τη Μαρία και να πάτε στο σπίτι.
Τι λες, θα τα καταφέρεις;»
Ένοιωσε τα στήθια του να φουσκώνουν.
«Φυσικά! Εσύ που θα πας;»
« Έχω μια δουλειά, θα έρθω αργότερα, πες στη μαμά».
Έπιασε το Μαράκι από το χέρι και συμβαδίζοντας αναγκαστικά με το βαρύ βήμα της γριάς, ανηφόρισαν.
Σαν έφτασαν ψηλά, έκοψαν αριστερά στη «Νέστορος», με κατεύθυνση την οδό «Λαγκαδά».
Άκουγαν τις ιαχές της μάχης, ανάμεσα σε καπνούς και μυρωδιές και κρότους του πολέμου!
Έβλεπαν την απόγνωση, την οργή και το μίσος, ζωγραφισμένα στα μάτια των απελπισμένων.
Έβλεπαν σκασμένα λάστιχα, έργο των χωροφυλάκων, που δεν ήθελαν να διώξουν τους αγρότες απ’ τη Σαλονίκη!
Τους ήθελαν εκεί, να τους τιμωρήσουν γιατί ήθελαν να ζήσουν!!
Έμαθαν για σφαίρες, που έπεσαν στον Δενδροπόταμο, στα φράγματα της χωροφυλακής, που ήθελε να ανακόψει όσους έρχονταν από τα δυτικά!
Έμαθαν για τρένα, που έφταναν απ’ τα χαράματα γεμάτα χωρικούς και τις Ομηρικές μάχες έξω απ’ το σταθμό.
Ο Γιάννης εκτέλεσε την αποστολή του και παρέδωσε τις γυναίκες.
Έπειτα προσπάθησε να παρηγορήσει τη μάνα του, που κλαούριζε γιατί ήξερε:
«Γι’ αυτό δεν πήγε στη δουλειά. Από το πρωί έτρεχε να συμπαρασταθεί στους αγρότες, μαζί με άλλους οικοδόμους.
Όταν ήρθε να σας πάρει για τη θάλασσα, χάρηκα. Νόμισα πως δεν θα ξαναπάει»
Γύρισε τα μεσάνυχτα. Κουρασμένος , με μια μικρή γρατζουνιά στο μάγουλο….
«Είχαν στριμώξει ένα αγροτόπαιδο, τέσσερις χωροφύλακες στη στροφή για τη «Ραμόνα» και το χτυπούσαν. Εν τάξει…. το θέμα τακτοποιήθηκε!»
Ήταν ευτυχισμένος! Το ημερολόγιο στον τοίχο έγραφε 10 Ιούλη του 1966.
Οι φωτογραφίες είναι από την Εφημερίδα "Μακεδονία" (12.07.1966)
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Η Χαβαλιέ που την έλεγαν Ελλάδα»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου